Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents
Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Πρώτο - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First

    Κεφάλαιο 4: Υπερασπιζοντασ την πιστη πανω απο τα ψηλα βουνα

    Το σκότος που σκέπασε τη γη κατά τη μακραίωνη περίοδο της παπικής υπεροχής, δεν κατόρθωσε να σβύσει ολότελα το φώς της αλήθειας. Σε κάθε εποχή ο Θεός είχε τους μάρτυρές Του—άτομα που εξακολουθούσαν να πιστεύουν στον Ιησού Χριστό σαν τον αποκλειστικό Μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που θεωρούσαν την Αγία Γραφή σαν το μοναδικό κανόνα της ζωής και που αγίαζαν το πραγματικό Σάββατο. Ποτέ δεν θα μπορέσει ο κόσμος να μάθει πόσο είναι χρεώστης στους ανθρώπους αυτούς. Στιγματισμένοι σαν αιρετικοί, τα κίνητρά τους είχαν αμφισβητηθεί, η υπόληψή τους κατασπιλωθεί, τα συγγράμματά τους απαγορευθεί, διαστρεβλωθεί ή καταστραφεί. Και όμως έμειναν σταθεροί και από γενεά σε γενεά διετήρησαν την αγνότητα της πίστης σαν ιερό κληροδότημα για τις επερχόμενες γενεές.ΜΔ1 51.1

    Η ιστορία του λαού του Θεού κατά τα ζοφερά χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, βρίσκεται καταχωρημένη στα κατάστιχα του ουρανού, αλλά ελάχιστα την αναφέρουν τα ανθρώπινα χρονικά. Ελάχιστα σώζονται ίχνη της ύπαρξής τους εκτός από αυτά που αναφέρουν τα κατηγορητήρια των διωκτών τους. Ήταν το σύστημα της Ρώμης να εξαφανίζει κάθε ίχνος αντίρρησης πρός τα δόγματα και τα διατάγματά της. Κάθε τι το αιρετικό, είτε έμψυχο είτε έγγραφο υλικό, προσπάθησε να το εξοντώσει. Φθάνει να εξέφραζε κανείς κάποια αμφιβολία ή να αμφισβητούσε το κύρος των παπικών δογμάτων για να χάσει τη ζωή του, πλούσιος ή φτωχός, ή μεγάλος ή μικρός. Η Ρώμη προσπάθησε επίσης να καταστρέψει κάθε καταχωρημένο στοιχείο της από μέρους της αγριότητας κατά των αντιφρονούντων. Παπικά συνοδικά θεσπίσματα διέτασσαν όπως βιβλία και συγγράμματα στα οποία βρίσκονταν καταχωρημένα αυτού του είδους τα περιστατικά να παραδίδονται στις φλόγες. Πρίν την εφεύρεση της πρέσσας τα βιβλία ήταν ολιγάριθμα και λόγο του σχήματός τους, η διατήρησή τους παρουσίαζε δυσκολίες. Γι’ αυτό η Ρωμαϊκή κουρία δε συναντούσε σοβαρά εμπόδια στη διεκπεραίωση των σχεδίων της αυτών.ΜΔ1 51.2

    Καμιά Εκκλησία υπαγόμενη στη Ρωμαϊκή δικαιοδοσία δεν αφέθηκε ελεύθερη επί πολύ για να απολαύσει το προνόμιο της ανεξιθρησκείας. Μόλις απέκτησε δύναμη, ο παπισμός έσπευσε να συντρίψει με σιδερένια πηγμή οποιονδήποτε τολμούσε να αμφισβητήσει το κύρος του. Και η μιά μετά την άλλη, οι εκκλησίες υποτάχθηκαν στην κυριαρχία του.ΜΔ1 52.1

    Στη Μεγάλη Βρετανία η αρχέγονη χριστιανική πίστη είχε ριζώσει από πολύ νωρίς. Το ευαγγέλιο έφθασε στά χέρια των Βρετανών τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ανόθευτο από τη Ρωμαϊκή αποστασία. Οι διωγμοί από μέρους ειδωλολατρών αυτοκρατόρων που επεκτάθηκαν και μέχρι τις μακρυνές εκείνες ακτές, ήταν το μοναδικό δώρο που οι πρώτες Βρετανικές εκκλησίες δέχθηκαν από τη Ρώμη. Πολλοί Χριστιανοί, για να αποφύγουν το διωγμό που μαίνονταν στην Αγγλία, κατέφυγαν στη Σκωτία. Απ’ εκεί μετά η αλήθεια μεταδόθηκε στην Ιρλανδία και σε όλες αυτές τις χώρες γίνονταν δεκτή με χαρά.ΜΔ1 52.2

    Όταν οι Σάξωνες εισέβαλαν στη Βρετανία, η ειδωλολατρεία υπερίσχυσε. Οι κατακτητές δεν καταδέχονταν να διδαχθούν από τους σκλάβους τους και οι Χριστιανοί αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν στα βουνά ή στα ερημικά βαλτοτόπια. Το φώς όμως, αν και κρυμμένο για ένα διάστημα, εξακολουθούσε να καίει. Έναν αιώνα αργότερα, οι λαμπρές ακτίνες του επεκτάθηκαν από τη Σκωτία σε άλλες μακρυνές χώρες. Και από την Ιρλανδία ήρθε ο ευλαβής Κολούμβας και οι συνεργάτες του που συγκέντρωσαν γύρω τους τους διασκορπισμένους πιστούς στο ερημονήσι της Ιόνας, κάνοντάς το κέντρο των ιεραποστολικών προσπαθειών τους. Ανάμεσα στους ευαγγελιστές αυτούς βρίσκονταν ένας τηρητής του πραγματικού Σαββάτου της Γραφής και έτσι μεταδόθηκε η αλήθεια αυτή μεταξύ του λαού. Ένα σχολείο ιδρύθηκε στήν Ιόνα, από το οποίο στέλλονταν ιεραπόστολοι όχι μόνο στη Σκωτία και στην Αγγλία, αλλά και στη Γερμανία, στην Ελβετία, ακόμη και στην ΙταλίαΜΔ1 52.3

    Η Ρώμη όμως είχε ρίξει τα μάτια της στη Βρετανία και πήρε την απόφαση να την καθυποτάξει. Τον έκτο αιώνα καθολικοί ιεραπόστολοι ανέλαβαν να εκχριστιανίσουν τους Σάξωνες ειδωλολάτρες. Οι περήφανες βαρβαρικές φυλές τους δέχθηκαν με ευμένεια και πολλές χιλιάδες μεταξύ τους παρακινούμενοι απ’ αυτούς ασπάσθηκαν τη Ρωμαιοκαθολική πίστη. Και ενώ το έργο αυτό προόδευε, οι παπικοί κληρικοί και οι νέοι προσήλυτοι, ήρθαν σ’ επαφή με τους οπαδούς της πρωτόγονης χριστιανικής πίστης. Ανάμεσά τους παρουσιάζονταν μιά καταπληκτική διαφορά. Ετούτοι ήταν άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, με βιβλικό χριστιανικό χαρακτήρα, διδασκαλία και τρόπους, ενώ οι άλλοι εξωτερίκευαν τη δεισιδαιμονία, την επιδεικτικότητα και την υπεροψία της Ρώμης. Ο Καθολικός απεσταλμένος ζήτησε από τις εκκλησίες αυτές να αναγνωρίσουν την ανώτατη υπεροχή του ύπατου εκκλησιαστικού άρχοντα. Οι Βρετανοί απάντησαν ήρεμα ότι η επιθυμία τους ήταν να αγαπούν όλους τους ανθρώπους, αλλά ότι στον πάπα δεν ανήκε το δικαίωμα της ανωτάτης εκκλησιαστικής υπεροχής, και ότι ήταν διατεθειμένοι να του δείξουν την ίδια ακριβώς υποταγή που οφείλεται στον κάθε οπαδό του Χριστού. Καταβλήθηκαν επανειλημμένες προσπάθειες για να τους καταστήσουν σύμμαχους της Ρώμης. Οι ταπεινοί όμως εκείνοι Χριστιανοί, κατάπληκτοι από την αγέρωχη στάση των αντιπροσώπων της, επέμεναν στην απάντησή τους ότι κυρίαρχο άλλον δεν αναγνώριζαν εκτός από το Χριστό. Τότε φανερώθηκε το πραγματικό πνεύμα του παπισμού. Ο Ρωμαίος αρχηγός δήλωσε: “Αφού δεν δέχεσθε αδελφούς που σας φέρνουν την ειρήνη, τότε θα δεχθείτε εχθρούς που θα σας φέρουν τον πόλεμο. Αν δεν συμμαχήσετε μαζύ μας για να δείξετε στους Σάξωνες τον τρόπο της ζωής, τότε θα δεχθείτε απ’ αυτούς το χτύπημα του θανάτου.” (J. Η. Merle D’ Aubigne, “History of the Reformation of the Sixteenth Century,” Τόμ. 17, κεφ. 2.) Αυτές δεν ήταν απλές απειλές. Πόλεμος, ραδιουργία και απάτη χρησιμοποιήθηκαν κατά των μαρτύρων εκείνων της Βιβλικής πίστης μέχρι που οι Βρετανικές εκκλησίες ξεκληρίσθηκαν ή αναγκάσθηκαν να δηλώσουν υποταγή στον πάπα.ΜΔ1 52.4

    Σε χώρες που βρίσκονταν έξω από την κηδεμονία της Ρώμης, υπήρχαν επί αιώνες ομάδες Χριστιανών που είχαν παραμείνει σχεδόν καθολοκληρία απαλλαγμένοι από την παπική διαφθορά. Ζούσαν περιστοιχισμένοι από την ειδωλολατρεία και με το κύλισμα του χρόνου είχαν επηρεασθεί από ορισμένες πλάνες της. Εξακολουθούσαν όμως να θεωρούν τη Βίβλο αποκλειστικό κανόνα της πίστης και έμειναν προσκολλημένοι σε πολλές από τις βασικές αλήθειες της. Οι Χριστιανοί αυτοί αναγνώριζαν την αιωνιότητα του νόμου του Θεού και τηρούσαν το Σάββατο της τετάρτης εντολής. Εκκλησίες προσκολλημένες σ’ αυτή την πίστη και τα έθιμα υπήρχαν στην Κεντρώα Αφρική και επίσης μεταξύ των Αρμενίων της Ασίας.ΜΔ1 53.1

    Αλλά μεταξύ αυτών που εναντιώθηκαν στις σφετεριστικές αξιώσεις της παπικής εξουσίας, πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι Βαλδένσιοι. Σ’ αυτή μέσα ακριβώς τη χώρα όπου η παπωσύνη είχε στήσει την έδρα της, εκεί τα ψεύδη και η διαφθορά της συνήντησαν την πιό πεισματική αντίσταση. Επί ολόκληρους αιώνες οι εκκλησίες του Πιδεμοντίου είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Ήρθε όμως τελικά η ώρα οπότε η Ρώμη αξίωσε την υποταγή τους. Ύστερα από ατελεσφόρητους αγώνες κατά της τυραννίας της, οι αρχηγοί των εκκλησιών αυτών, παρά τη θέλησή τους, αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν την υπεροχή της δύναμης εκείνης μπροστά στην οποία ολόκληρος ο κόσμος φαίνονταν να δηλώνει υποταγή. Μολαταύτα υπήρχαν μερικοί που δεν εννοούσαν να υποταχθούν ούτε στον πάπα ούτε στους επισκόπους του. Ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την αφοσίωσή τους στο Θεό και να διαφυλάξουν την αγνότητα και την απλότητα της πίστης τους. Τότε έγινε ο διαχωρισμός. Αυτοί που έμειναν σταθεροί στην πρώτη εκκλησιαστική πίστη τώρα αποχώρησαν. Μερικοί, εγκαταλείποντας τα πατρώα εδάφη των Άλπεων, ύψωσαν τη σημαία της αλήθειας στις ξένες χώρες όπου κατέφυγαν. Άλλοι αποσύρθηκαν στις απομονωμένες χαράδρες και στα βραχώδη ορμητήρια των βουνών, όπου διετήρησαν την ανεξαρτησία τους να λατρεύουν το Θεό όπως ήθελαν.ΜΔ1 54.1

    Η πίστη που για αιώνες οι Χριστιανοί Βαλδένσιοι διετήρησαν και διέδωσαν, έρχονταν σε κτυπητή αντίθεση με τις πλανεμένες διδαχές της Ρώμης. Οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ήταν εδραιωμένες πάνω στο γραπτό λόγο του Θεού, την πραγματική πηγή του Χριστιανισμού. Αλλά οι απλοί εκείνοι χωρικοί, κρυμμένοι μέσα στα σκοτεινά τους άντρα, απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, και μοχθώντας καθημερινά με τα κοπάδια και τα αμπέλια τους, δεν είχαν καταλήξει μόνοι τους στην ανακάλυψη της αλήθειας που αντέτασαν στα αιρετικά διδάγματα της αποστατημένης εκκλησίας. Δεν ήταν νεοκατήχητοι. Οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ήταν το κληροδότημα των πατέρων τους. Αγωνίζονταν για την πίστη της αποστολικής εκκλησίας, “την πίστιν ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.” (Ιούδ. 3.) Η “εκκλησία εν τη ερήμω” και όχι η αγέρωχη ιεραρχία η ενθρονισμένη στη μεγάλη κοσμοπολίτικη μητρόπολη, ήταν η πραγματική του Χριστού εκκλησία, ο θεματοφύλακας των θησαυρών της αλήθειας την οποία ο Θεός είχε εμπιστευθεί στο λαό Του για να τη γνωστοποιήσει στον κόσμο.ΜΔ1 54.2

    Μιά από τις σοβαρότερες αιτίες που οδήγησαν στη απόσπαση της πραγματικής εκκλησίας από τους κόλπους της Ρώμης ήταν το μίσος που έτρεφε η τελευταία αυτή εναντίον του Σαββάτου της Αγίας Γραφής. Σύμφωνα με την προφητεία, η παπική δύναμη θα έρριχνε την αλήθεια κατά γής. Πραγματικά ο νόμος του Θεού ρίχθηκε κατά γής και ποδοπατήθηκε, ενώ οι παραδόσεις και οι συνήθειες των ανθρώπων εξυψώθηκαν. Οι εκκλησίες υποταγμένες στην παπική εξουσία είχαν από νωρίς ακόμη αναγκασθεί να τιμήσουν την Κυριακή σαν ημέρα αργίας. Με όλες τις πλάνες και τις δεισιδαιμονίες που διαρκώς κέρδιζαν έδαφος, πολλοί και από τον πραγματικό ακόμη λαό του Θεού, βρέθηκαν μέσα σε ένα τέτοιο κυκεώνα, που ενώ αγίαζαν το, Σάββατο, απέφευγαν ταυτόχρονα να εργάζονται και την ημέρα της Κυριακής. Αλλά με αυτό δεν ικανοποιήθηκαν οι παπικοί ηγέτες. Δεν αξίωναν μόνο την τήρηση της Κυριακής, αλλά και την εξαναγκαστική βεβήλωση του Σαββάτου, ψέγοντας με τα μελανότερα χρώματα όσους επέμεναν να το τιμούν. Μόνο αν απομακρύνονταν από τη δύναμη της Ρώμης μπορούσε κανείς να υπακούσει με την ησυχία του στο νόμο του Θεού.ΜΔ1 55.1

    Οι Βαλδένσιοι υπήρξαν μεταξύ των πρώτων ευρωπαϊκών λαών οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους την Αγία Γραφή μεταφρασμένη. Εκατοντάδες χρόνια πρίν απο τη Μεταρρύθμιση, είχαν ήδη στην κατοχή τους χειρόγραφα της Βίβλου στη μητρική τους γλώσσα. Κατείχαν την αλήθεια ανόθευτη και αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που τους έκανε ιδιαίτερα το στόχο του μίσους και του κατατρεγμού. Αποφάνθηκαν ότι η εκκλησία της Ρώμης ήταν η αποστάτρια Βαβυλώνα της Αποκάλυψης, και ριψοκινδυνεύοντας τη ζωή τους, αποτόλμησαν να αντικρούσουν τις διεφθαρμένες διδαχές της. Ενώ κάτω από την πίεση των μακροχρονίων κατατρεγμών, μερικοί κατέληξαν να παραχωρήσουν λίγο-λίγο τα διακριτικά γνωρίσματά τους, άλλοι όμως έμειναν σταθερά προσκολλημένοι στην αλήθεια. Καθόλο το διάστημα των σκοτεινών αιώνων της αποστασίας, ποτέ δεν έλλειψαν οι Βαλδένσιοι οι οποίοι αρνούνταν τη Ρωμαϊκή υπεροχή, απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων και τηρούσαν το πραγματικό Σάββατο. Κάτω από τις σφοδρότερες θύελλες του ανταγωνισμού, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την πίστη τους. Μακελλεμένοι από τα σπαθιά των δουκών της Σαβοΐας, καψαλισμένοι από τις μαρτυρικές φωτιές της Ρώμης, παρέμειναν ακράδαντοι υποστηρικτές της τιμής και του λόγου του Θεού.ΜΔ1 55.2

    Πάνω στα πανύψηλα προπύργια των βουνών—που ανέκαθεν προσφέρονταν σαν καταφύγιο των καταδιωκομένων και καταδυναστευομένων—οι Βαλδένσιοι αναζήτησαν και βρήκαν ασφαλές κρυσφύγετο. Εκεί διατήρησαν αναμμένη τη δάδα της αλήθειας κατά τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα. Εκεί για χίλια χρόνια οι μάρτυρες της αλήθειας διατήρησαν την πρωταρχική πίστη.ΜΔ1 56.1

    Ο Θεός είχε εξασφαλίσει στο λαό Του ένα αγιαστήριο επιβλητικού μεγαλείου που ταίριαζε με τις μεγαλόπρεπες αλήθειες τις εμπιστευμένες στη φύλαξή του. Για τους αφοσιωμένους εκείνους εξόριστους, τα βουνά αποτελούσαν σύμβολο της ασάλευτης δικαιοσύνης του Υψίστου. Δείχνοντας στα παιδιά τους τις Ψηλές βουνοκορφές που περήφανα ορθώνονταν από πάνω τους με απαράλλακτη μεγαλοπρέπεια, μιλούσαν για Εκείνον “εν τω οποίω δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής,” και του οποίου ο λόγος είναι αιώνιος, όπως και τα αθάνατα βουνά. Ο Θεός στερέωσε τα ατρόμητα βουνά και τα έζωσε με δύναμη. Κανένα άλλο εκτός από το δικό Του Παντοδύναμο χέρι μπορεί να τα κινήσει από τον τόπο τους. Με τον ίδιο τρόπο εδραίωσε και το νόμο Του—το θεμέλιο της διακυβέρνησής Του—τόσο στον ουρανό όσο και στη γή. Οι άνθρωποι μπορούν να βάλουν χέρια πάνω στους συνανθρώπους τους και να τους αφαιρέσουν τη ζωή. Αλλά τόσο είναι ικανά τα χέρια αυτά να αλλάξουν ένα γιώτα ή μιά κεραία από το νόμο του Θεού, ή να εξαλείψουν έστω και μία υπόσχεσή Του πρός αυτούς που τηρούν το θέλημά Του, όσο είναι ικανά να ξεριζώσουν ένα από τα βουνά αυτά και να το ρίξουν στη θάλασσα. Στην εκδήλωση της πιστότητάς τους πρός το νόμο του Θεού οι δούλοι Του πρέπει να είναι τόσο σταθεροί όπως τα αμετάβλητα βουνά.ΜΔ1 56.2

    Τα κορφοβούνια που έζωναν τις παρακατιανές τους λαγκαδιές, τους θύμιζαν διαρκώς τη δημιουργική ικανότητα του Θεού και την ασάλευτη προστατευτική φροντίδα Του. Οι προσκυνητές αυτοί είχαν μάθει να εκτιμούν τα σιωπηλά εκείνα σύμβολα της θεϊκής παρουσίας. Δεν παραπονούνταν ποτέ για τη σκληρή τους μοίρα, ούτε και αισθάνονταν τη μοναξιά των ερημικών βουνών. Δόξαζαν το Θεό που τους είχε προμηθεύσει ένα φυσικό καταφύγιο μακρυά από την οργή και τη σκληρότηχα των ανθρώπων και χαίρονταν για το προνόμιο που είχαν να Τον λατρεύουν ελεύθερα. Πολλές φορές, καταδιωκόμενοι από τους εχθρούς, έβρισκαν εξασφαλισμένη σιγουριά πάνω στα ισχυρά βουνά. Από απρόσιτες χαράδρες αντιλαλούσαν τότε οι υμνωδίες τους πρός τον Θεό, και οι Ρωμαϊκές ορδές ήταν ανίσχυρες να σιγήσουν τους ύμνους της ευγνωμοσύνης τους.ΜΔ1 56.3

    Οι οπαδοί αυτοί του Χριστού διέπονταν από μιά απλή, αγνή και ένθερμη ευλάβεια. Έδιναν μεγαλύτερη αξία στις αρχές της αλήθειας από όχι στα σπίτια, στα χωράφια, σε συγγενείς και φίλους και σ’ αυτή ακόμη την ίδια τη ζωή. Και τις αρχές αυτές προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τις ενσταλάξουν στις καρδιές των νέων. Από την τρυφερή παιδική ηλικία, οι νέοι διδάσκονταν τη Γραφή και μάθαιναν να εκχιμούν με θρησκευχική ευλάβεια χις απαιτήσεις του νόμου του Θεού. Αντίγραφα της Βίβλου σπάνιζαν. Επομένως το πολύτιμο περιεχόμενό της έπρεπε να το αποστηθίσουν. Πολλοί ήταν σε θέση να επαναλάβουν από μνήμης ολόκληρες περικοπές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Συνταύτιζαν τις σκέψεις τους για το Θεό, όχι μόνο με τις θεσπέσιες φυσικές καλλονές του περιβάλλοντος τους, αλλά και με τις ταπεινές ευλογίες της καθημερινής τους ζωής. Και τα μικρά παιδιά διδάσκονταν να ευχαριστούν το Θεό, το Δωρητή κάθε ευλογίας που απολάμβαναν.ΜΔ1 57.1

    Τρυφεροί και φιλόστοργοι μπορεί να ήταν οι γονείς· ήξεραν όμως να αγαπούν τα παιδιά τους με μέτρο και να μη τα κακομαθαίνουν. Τους νέους αυτούς τους περίμενε μιά ζωή μόχθων και δοκιμασιών, που δεν αποκλείονταν και να κατέληγε στο μαρτυρικό θάνατο. Διδάσκονταν από μικροί να υπομένουν κακουχίες και να υποτάσσονται στον πατρικό έλεγχο, χωρίς όμως και να τους αφαιρείται το δικαίωμα της ατομικής σκέψης και δράσης. Από πολύ νωρίς καθοδηγούνταν να αναλαμβάνουν ευθύνες, να προσέχουν στα λόγια τους και να εκτιμούν την αξία της σιωπής. Μιά απρόσεκτη κουβέντα, φθάνοντας σε εχθρικά αυτιά, μπορούσε να εκθέσει σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή του ομιλητή, αλλά και τη ζωή εκατοντάδων άλλων αδελφών. Επειδή σαν λύκοι που αναζητούν το θήραμα, καταδίωκαν οι εχθροί της αλήθειας αυτούς που τολμούσαν να απαιτούν ελευθερία για τη θρησκευτική τους πίστη.ΜΔ1 57.2

    Έχοντας απαρνηθεί την εφήμερη ευημερία τους χάρη της αλήθειας, οι Βαλδέσιοι με επιμονή και καρτερικότητα μοχθούσαν για το καθημερινό ψωμί. Κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμης γής που πρόσφεραν τα βουνά έπρεπε να την εκμεταλλευθούν όσο μπορούσαν καλύτερα. Οι κοιλάδες και οι λιγότερο εύφορες βουνοπλαγιές έπρεπε να καλλιεργηθούν με τρόπο που να αποδώσουν όσο το δυνατό περισσότερο. Η οικονομία και η αυστηρή αυταπάρνηση αποτελούσαν μέρος της εκπαίδευσης που προσφέρονταν στα παιδιά για κληροδότημα. Τα δίδασκαν ότι ο Θεός απαιτούσε μιά πειθαρχημένη ζωή και ότι δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις διάφορες ανάγκες της παρά μόνο με την προσωπική εργασία, την οξυδέρκεια, τη φροντίδα και την πιστότητα. Σκληρός και κοπιαστικός τρόπος ζωής, αλλά ωφέλιμος- ότι ακριβώς ο άνθρωπος χρειάζεται στην αμαρτωλή κατάστασή του—το σχολείο που ο Θεός προμήθευσε για την εκπαίδευση και την ανάπτυξή του. Εξοικειώνοντας όμως τα παιδιά με τις χειρονακτικές εργασίες και τις αντιξοότητες της ζωής, δεν παρέβλεπαν τη σπουδαιότητα της πνευματικής καλλιέργειας. Τους μάθαιναν ότι όλες οι φυσικές και διανοητικές ικανότητες προέρχονται από το Θεό και ότι όλες έπρεπε να προαχθούν και να αναπτυχθούν για να τεθούν στην υπηρεσία Του.ΜΔ1 58.1

    Μέσα στην αγνότητα και την απλότητά τους οι Βαλδενσιανές εκκλησίες έμοιαζαν με τις εκκλησίες των αποστολικών χρόνων. Απορρίπτοντας την υπεροχή παπών και καρδιναλίων, αναγνώριζαν μοναδική υπεροχή την αλάθητη αυθεντία της Αγίας Γραφής. Αντίθετα από τη δεσποτική Ρωμαϊκή κουρία, οι ποιμένες τους ακολουθούσαν το παράδειγμα του Κυρίου τους που “δεν ήρθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει.” Έτρεφαν το ποίμνιο του Θεού, οδηγώντας το στις χλοερές βοσκές και στις ζωντανές πηγές του αγίου Του λόγου. Μακρυά από ανθρώπινα μνημειώδη επιτεύγματα οικοδομικής επίδειξης και περηφάνειας, οι πιστοί συγκεντρώνονταν όχι μέσα σε μεγαλόπρεπες εκκλησίες και επιβλητικούς καθεδρικούς ναούς, αλλά κάτω από τον ίσκιο των βουνών, στις Αλπινικές κοιλάδες ή, σε καιρό κινδύνου, σε κάποιο βράχινο προπύργιο για να ακροασθούν τα λόγια της αλήθειας από τους δούλους του Χριστού. Οι ποιμένες δεν περιορίζονταν μόνο στο κήρυγμα του ευαγγελίου, αλλά επισκέπτονταν τους αρρώστους, κατηχούσαν τα παιδιά, συμβούλευαν όσους έπεφταν σε λάθη, προσπαθούσαν να διευκρινίσουν διαφορές και να προάγουν την αρμονία και την αδελφική αγάπη. Σε ειρηνική εποχή συντηρούνταν από τις αυτοπροαίρετες προσφορές του λαού. Αλλά, σαν τον Παύλο που ήταν σκηνοποιός, μάθαιναν και αυτοί κάποια ιδιαίτερη τέχνη ή επάγγελμα που θα τους εξασφάλιζε στην ανάγκη τα μέσα της αυτοσυντήρησης.ΜΔ1 58.2

    Οι νέοι μαθήτευαν κοντά στους ποιμένες τους. Χωρίς να παραμελούνται οι γενικοί κλάδοι της μάθησης, το επίκεντρο των σπουδών το αποτελούσε η Βίβλος. Τα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Ιωάννου, καθώς και πολλές επιστολές, έπρεπε νά αποστηθίζονται. Οι νέοι επίσης ασχολούνταν με την αντιγραφή των Αγίων Γραφών. Μερικά από τα χειρόγραφα αυτά περιείχαν ολόκληρη τη Βίβλο, και άλλα πάλι σύντομες μόνο περικοπές, με πρόσθετες επεξηγηματικές σημειώσεις του κειμένου από μέρους εκείνων που ήταν σε θέση να ερμηνεύουν τις Γραφές. Με αυτόν τον τρόπο οι πολύτιμοι θησαυροί της αλήθειας έβγαιναν από το σκότος όπου τους είχαν κρύψει εκείνοι που επεδίωκαν να εξυψωθούν οι ίδιοι πάνω από το Θεό.ΜΔ1 59.1

    Με υπομονητική ακάματη εργασία, συχνά μέσα στις βαθειές, ανήλιαγες σπηλιές της γής, κάτω από το φώς του δαδιού, οι Άγιες Γραφές αντιγράφονταν εδάφιο προς εδάφιο, το ένα κεφάλαιο ύστερα απο το άλλο. Και έτσι το έργο προχωρούσε και το αποκαλυμμένο θέλημα του Θεού έλαμπε σαν καθαρό χρυσάφι. Αλλά πόσο λαμπρότερο, καθαρότερο και δυναμικότερο τώρα που τόσες κακουχίες έπρεπε να αντιμετωπισθούν για χάρη του, μόνο εκείνοι που ήταν υπεύθυνοι για τη δουλειά αυτή μπορούσαν να το ξέρουν. Άγγελοι ουρανοσταλμένοι περιστοίχιζαν τους αφοσιωμένους εκείνους εργάτες.ΜΔ1 59.2

    Ο Σατανάς είχε εμπνεύσει την παπική ιερωσύνη να θάψει το λόγο της αλήθειας κάτω από τα απορρίματα της πλάνης, της αίρεσης και της δεισιδαιμονίας. Κατά ένα αξιοθαύμαστο όμως τρόπο ο λόγος διατηρήθηκε αναλλοίωτος καθόλα εκείνα τα σκοτεινά χρόνια. Δεν έφερνε τη σφραγίδα των ανθρώπων αλλά την αποτύπωση του Θεού. Οι άνθρωποι κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για να σκοτίσουν την απλή και άδολη έννοια των Γραφών και να τις παρουσιάσουν ότι αντιφάσκουν. Όπως όμως η κιβωτός του Νώε έπλεε με σιγουριά πάνω στα μανιασμένα κύματα, έστι και ο λόγος του Θεού βγαίνει πάντοτε ανέγγιχτος πάνω από τις θύελλες που απειλούν τον εξολοθρεμό χου. Όπως το ορυχείο κρύβει στα σπλάχνα του φλέβες από χρυσάφι και από ασήμι σκεπασμένες κάτω από την επιφάνεια, ώστε όσοι επιθυμούν να ανακαλύψουν τα πολύτιμα αποθέματα είναι υποχρεωμένοι να σκάψουν προσεκτικά, το ίδιο και οι Άγιες Γραφές είναι γεμάτες θησαυρούς πραγματικούς που δεν φανερώνονται παρά μόνο σε όσους τους εκζητούν με προθυμία, ταπεινοφροσύνη και προσευχή. Η Γραφή προορίζεται από το Θεό να χρησιμεύσει σαν σχολικό βιβλίο σε όλη την ανθρωπότητα, κατά την παιδική, την εφηβική και την ώριμη ηλικία του ανθρώπου και να μελετάται ακατάπαυστα. Έδωσε το λόγο Του στον άνθρωπο σαν αποκάλυψη του Εαυτού Του. Η ανακάλυψη κάθε νέας αλήθειας του λόγου, αποκαλύπτει μια καινούργια πτυχή του χαρακτήρα του Συγγραφέα του. Η μελέτη των Γραφών αποτελεί το θεοσύστατο μέσο για να φέρει τους ανθρώπους σε στενότερη επαφή με το Δημιουργό τους και να τους κάνει να αποκτήσουν μιά πληρέστερη γνώση του θελήματός Του. Είναι το μέσον επικοινωνίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων.ΜΔ1 59.3

    Αναγνωρίζοντας οι Βαλδένσιοι το φόβο του Κυρίου σαν την αρχή της σοφίας, δεν αγνοούσαν από το άλλο μέρος τη σπουδαιότητα της επαφής με τον υπόλοιπο κόσμο, της προσωπικής γνωριμίας με τους ανθρώπους και με την έμπρακτη ζωή, ούτε το ρόλο που έπαιζαν οι παράγοντες αυτοί στη διεύρυνση της αντίληψης και στην ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων. Από τα απομονωμένα ορεινά σχολεία τους, μερικοί νέοι στέλλονταν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα διαφόρων πόλεων της Γαλλίας και Ιταλίας, όπου υπήρχε ένα ευρύτερο πεδίο μάθησης, συλλογισμού και επιστημονικής παρακολούθησης από ότι μπορούσε να προσφέρει η Αλπινική γενέτειρά τους. Αυτοί οι νέοι που στέλλονταν μακρυά βρίσκονταν εκτεθειμένοι σε διαφόρους πειρασμούς, παρατηρούσαν την ανηθικότητα και έρχονταν αντιμέτωποι με τους σαγηνευτικούς πράκτορες του πονηρού που προσπαθούσαν να τους παρασύρουν στις πιό έντεχνες παγίδες και στις πιό επικίνδυνες αιρέσεις. Αλλά για όλα αυτά τους είχε προετοιμάσει η κατάλληλη διαπαιδαγώγηση της παιδικής τους ηλικίας.ΜΔ1 60.1

    Στα σχολεία όπου φοιτούσαν έπρεπε να είναι πολύ επιφυλακτικοί πρός όλους. Τα ρούχα τους ήταν κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να κρύβουν το μεγαλύτερο θησαυρό τους: τα πολύτιμα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής. Τους καρπούς εκείνους των κόπων και μόχθων τους ολόκληρων μηνών ή και ετών, τους έφερναν πάντοτε μαζύ τους και όποτε τους δίνονταν η ευκαιρία να κινηθούν χωρίς να διεγείρουν υποψίες, έθεταν προσεκτικά μιά περικοπή στη διάθεση εκείνων των οποίων οι καρδιές φαίνονταν πρόθυμες να δεχθούν την αλήθεια. Καθισμένοι ακόμη στα γόνατα των μανάδων τους, οι Βαλδενσιανοί εκείνοι νεαροί βλαστοί είχαν ανατραφεί με αυτό το σχέδιο κατά νού. Είχαν καταλάβει το καθήκον τους και το εκτελούσαν ύστερα πιστά. Καινούργιοι προσήλυτοι της πραγματικής πίστης κερδίζονταν μέσα από τα ιδρύματα αυτά της γνώσης, και όχι σπάνια ολόκληρο το εκπαιδευτήριο εμποτίζονταν από τις ίδιες θρησκευτικές αρχές. Και όμως οι πιό εξονυχιστικές ανακρίσεις από μέρους της παπικής ιεραρχίας δεν κατόρθωναν να ανακαλύψουν την πηγή αυτού που αποκαλούσαν “ψυχοφθόρο αίρεση.”ΜΔ1 60.2

    Το πνεύμα του Χριστού είναι πνεύμα ιεραποστολικό. Η πρωτόγνωρη επιθυμία της αναγεννημένης ψυχής είναι να οδηγήσει και άλλες ψυχές στο Σωτήρα. Και από αυτό το πνεύμα εμφορούνταν οι Βαλδένσιοι Χριστιανοί. Αισθάνονταν ότι ο Θεός είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις από αυτούς από του να διατηρούν την αγνότητα της πίστης αποκλειστικά μέσα στις δικές τους εκκλησίες· ότι είχαν την ιερή υποχρέωση να αφήσουν το φώς τους να λάμψει σε όσους ζούσαν στο σκοτάδι. Και έτσι προσπαθούσαν με την ακαταμάχητη δύναμη του λόγου του Θεού να σπάσουν τα δεσμά που είχε επιβάλει η Ρώμη. Οι Βαλδένσιοι ιεροκήρυκες καταρτίζονταν για το ιεραποστολικό έργο. Κάθε άτομο που προορίζονταν για το έργο του ευαγγελίου όφειλε να αποκτήσει προηγουμένως πείρα σ’ αυτόν τον τομέα του ευαγγελιστή. Ο καθένας τους ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει τριετή προϋπηρεσία σ’ ένα ορισμένο ιεραποστολικό αγρό, πρίν αναλάβει καθήκοντα τοπικής εκκλησίας. Η προετοιμασία αυτή που απαιτούσε τέλεια αυταπάρνηση και αυτοθυσία, αποτελούσε μιά κατάλληλη εισαγωγή για την ποιμαντορική ζωή την εποχή εκείνη των δοκιμασιών της ανθρώπινης ψυχής. Όσοι νέοι καθιερώνονταν στο ιερό αυτό λειτούργημα δεν οραματίζονταν εφήμερο πλούτο και δόξα, αλλά μιά ζωή γεμάτη μόχθους και κινδύνους και ενδεχόμενα ένα θάνατο μαρτυρικό. Όπως ο Χριστός έστελνε τους μαθητές Του, έτσι και οι ιεραπόστολοι αυτοί πήγαιναν παντού δύο-δύο. Κατά σύστημα, ο κάθε νέος συνοδεύονταν από ένα έμπειρο άτομο σε ώριμη ηλικία το οποίο, παίρνοντάς τον κάτω από την κηδεμονία του, αναλάβαινε να τον εκπαιδεύσει, και στου οποίου την καθοδήγηση ο νέος όφειλε να υποβληθεί. Οι συνεργάτες αυτοί δεν έμεναν πάντοτε αχώριστοι, συναντώνταν όμως συχνά για να προσευχηθούν, να συμβουλευθούν ο ένας τον άλλον και να αλληλοστηριχθούν στην πίστη.ΜΔ1 61.1

    Αν φανέρωναν τον πραγματικό σκοπό της αποστολής τους, θα είχαν στα σίγουρα προκαλέσει την αποτυχία του. Γι’ αυτό και τον τηρούσαν με προσοχή μυστικό. Κάθε ιεροκήρυκας γνώριζε κάποια ιδιαίτερη τέχνη ή επάγγελμα, κατά συνήθεια του εμπόρου ή του γυρολόγου. “Μετέφεραν υφάσματα μεταξωτά, κοσμήματα και άλλα διάφορα αντικείμενα που την εποχή εκείνη ήταν δυσεύρετα εκτός αν πήγαινε κανείς στα μακρυνά εμπορικά κέντρα. Και σαν εμπόρους οι άνθρωποι τους δέχονταν, ενώ σαν ιεραποστόλους θα τους απόδιωχναν.” (Wylie, Τόμ. 1, κεφ. 7.) Ζητούσαν διαρκώς με προσευχή την καθοδήθηση του Θεού για να μπορέσουν να παρουσιάσουν τον άλλον εκείνο, τον κατά πολύ ανώτερο από το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια θησαυρό. Κρυφά μετέφεραν επάνω τους αντίγραφα της Βίβλου, ολόκληρης ή κατά τμήματα. Και κάθε φορά που τους δίνονταν η ευκαιρία, έστρεφαν την προσοχή των πελατών τους στα χειρόγραφα αυτά. Με αυτή τη μέθοδο κατόρθωναν συχνά να προκαλέσουν το ενδιαφέρον για τη μελέτη του λόγου του Θεού και τότε ήταν πρόθυμοι να αφήσουν φεύγοντας ένα χειρόγραφο σ’ αυτούς που ήθελαν να το πάρουν.ΜΔ1 62.1

    Το έργο των ιεραποστόλων αυτών ξεκινούσε από τους κάμπους και τις λαγκαδιές στους πρόποδες των βουνών τους, αλλ’ όμως επεκτείνονταν πολύ μακρυά από τα όρια αυτά. Με γυμνά πόδια, με χονδροφτιαγμένα, σκονισμένα από τις οδοιπορίες ρούχα, όπως εκείνα του Κυρίου τους, περνούσαν από τις μεγάλες πόλεις και έφθαναν σε μακρυνές χώρες, σκορπίζοντας παντού τον πολύτιμο σπόρο. Εκκλησίες ξεπηδούσαν στο πέρασμά τους και συχνά η αλήθεια σφραγίζονταν με το αίμα των μαρτύρων. Η ημέρα του Κυρίου θα παρουσιάσει μιά μεγάλη συγκομιδή ψυχών, η σύναξη των οποίων οφείλεται στις προσπάθειες των πιστών αυτών εργατών. Καλυμμένα και αθόρυβα, ο λόγος του Θεού εισχωρούσε ανάμεσα στο χριστιανικό κόσμο όπου έβρισκε θερμή υποδοχή μέσα στα σπίτια και στις καρδιές των ανθρώπωνΜΔ1 62.2

    Οι Βαλδένσιοι δε θεωρούσαν απλώς τη Γραφή σαν μιά εξιστόρηση της συμπεριφοράς του Θεού πρός τον άνθρωπο κατά το παρελθόν, αλλά πάνω από όλα, σαν ένα προάγγελμα των μελλοντικών κινδύνων και θριάμβων. Πίστευαν ότι το τέλος του κόσμου δεν ήταν μακρυά και όπως μελετούσαν τη Βίβλο με προσευχή και δάκρυα, τους έκαναν βαθύτερη ακόμη εντύπωση τα πολύτιμα λόγια της καθώς και το καθήκον που τους βάρυνε να γνωστοποιήσουν και σε άλλους τις σωτήριες αλήθειες της. Σε κάθε ιερή σελίδα της έβλεπαν να τους παρουσιάζεται ολοφάνερο το απολυτρωτικό σχέδιο του Θεού και εύρισκαν την ελπίδα, την ειρήνη και την παρηγοριά στην πίστη που έτρεφαν για το Χριστό. Και έτσι, με τη σκέψη τους φωτισμένη και με την καρδιά τους πλημμυρισμένη από χαρά, λαχταρούσαν να στέλνουν τις ακτίνες του φωτός σε όσους βρίσκονταν στο σκότος της παπικής πλάνης.ΜΔ1 62.3

    Έβλεπαν ότι όπως τα πλήθη καθοδηγούνταν από τον πάπα και τους ιερείς, μάταια προσπαθούσαν να αποκτήσουν άφεση για τις αμαρτίες της ψυχής καταπονώντας το σώμα. Διδαγμένοι να περιμένουν τη σωτηρία τους από τα καλά τους έργα, οι άνθρωποι συγκέντρωναν την προσοχή πάντοτε στον εαυτό τους, με τη σκέψη να καταπονείται από την αμαρτωλή τους κατάσταση, βλέποντας τον εαυτό τους εκτεθειμένο στην οργή του Θεού, και βασανίζοντας ψυχή και σώμα, χωρίς να βρίσκουν καμιά ανακούφιση. Έτσι δεσμεύονταν οι ειλικρινείς ψυχές με τις διδαχές της Ρώμης. Χιλιάδες εγκατέλειπαν συγγενείς και φίλους και περνούσαν τη ζωή τους μέσα στα μοναστηριακά κελλιά. Με συχνές νηστείες και με αυστηρές ποινές, με μεσονυχτιακές αγρυπνίες και με πολύωρες μετάνοιες πάνω στις ψυχρές, υγρές πλάκες των καταθλιπτικών ερημητηρίων τους, με ταλαίπωρα ταξίδια σε τόπους προσκυνήματος, με εξευτελιστικούς κανόνες και φοβερά βασανιστήρια, χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούσαν να βρούν την ειρήνη της ψυχής χωρίς να το κατορθώνουν. Με την ενοχή της αμαρτίας να τους πιέζει την καρδιά και την έμμονη ιδέα της εκδικητικής οργής του Θεού να τους καταδιώκει συνεχώς, πολλοί από αυτούς υπέφεραν, μέχρι που οι δυνάμεις τους εγκατέλειπαν, και χωρίς τη μηδαμινή ακτίνα παρηγοριάς και ελπίδας, κατέβαιναν στον τάφο.ΜΔ1 63.1

    Οι Βαλδένσιοι λαχταρούσαν να παρουσιάσουν στις πεινασμένες αυτές ψυχές το ψωμί της ζωής, να τους φανερώσουν τα φιλειρηνικά μηνύματα των θεϊκών υποσχέσεων και να τους υποδείξουν το Χριστό σαν τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας. Έκριναν τη διδασκαλία ότι η παράβαση του νόμου του Θεού εξιλεώνεται με τα καλά έργα στηριγμένη στο ψέμμα. Εμπιστοσύνη στην αξία του ανθρώπου μας εμποδίζει να ιδούμε την αξία της ανυπολόγιστης αγάπης του Χριστού. Ο Χριστός πρόσφερε τον Εαυτό Του εξιλαστική θυσία για τον άνθρωπο, επειδή η αμαρτωλή ανθρώπινη φυλή είναι από μέρους της ανίκανη να κατορθώσει οτιδήποτε που θα τη συνιστούσε στο Θεό. Η αποτελεσματική αξία ενός σταυρωμένου και αναστημένου Σωτήρα αποτελεί τη βάση της χριστιανικής θρησκείας. Η εξάρτηση της ψυχής από το Χριστό είναι τόσο πραγματική, και η επαφή της με Αυτόν πρέπει να είναι τόσο στενή, όσο είναι των μελών πρός το σώμα, ή των κλάδων πρός το κλήμα.ΜΔ1 63.2

    Οι διδασκαλίες του παπικού κλήρου έκαναν τους ανθρώπους να φαντάζονται το Θεό, ακόμη και το Χριστό αυστηρό, βλοσυρό και απροσπέλαστο. Ο Σωτήρας απεικονίζονταν τόσο πολύ χωρίς οίκτο για τον αμαρτωλό άνθρωπο, ώστε να θεωρείται απαραίτητη η μεσολάβηση των ιερέων και των αγίων. Εκείνοι λοιπόν των οποίων η σκέψη είχε φωτισθεί από το λόγο του Θεού, φλέγονταν από την επιθυμία να παρουσιάσουν στις ψυχές αυτές τον Ιησού Χριστό, τον συμπονετικό, γεμάτον αγάπη Σωτήρα τους που με ανοιχτές αγκάλες προσκαλεί όλο τον κόσμο να έρθει σ’ Αυτόν με το βάρος της αμαρτίας και της μέριμνας και του μόχθου. Λαχταρούσαν να παραμερίσουν όλα τα εμπόδια που είχε επισωρεύσει ο Σατανάς για να εμποδίσει τους ανθρώπους να διακρίνουν τις υποσχέσεις του Θεού, να έρθουν κατευθείαν σ’ Αυτόν και, ομολογώντας τις αμαρτίες τους, να αποκτήσουν την άφεση και την ειρήνη.ΜΔ1 64.1

    Πρόθυμοι οι Βαλδένσιοι ιεραπόστολοι παρουσίαζαν στις διψασμένες ψυχές τις πολύτιμες αλήθειες του ευαγγελίου. Επιφυλακτικά εξέθεταν τις προσεκτικά αντιγραμμένες περικοπές των Αγίων Γραφών. Η μεγαλύτερη χαρά τους ήταν να φέρουν την ελπίδα σε κάθε ειλικρινή, αμαρτωλή ψυχή που μπροστά της έβλεπε μόνο έναν εκδικητικό Θεό που περίμενε να εφαρμόσει τη δικαιοσύνη Του. Γονατιστοί με τρεμάμενα χείλη και δακρυσμένα μάτια, πολλές φορές οι ιεραπόστολοι παρουσίαζαν στους αδελφούς τους τις πολύτιμες υποσχέσεις που αποτελούν τη μοναδική του αμαρτωλού ελπίδα. Έτσι το φώς της αλήθειας εισέδυε μέσα στις σκοτισμένες διάνοιες, διαλύοντας τα ζοφερά σύννεφα μέχρι που μέσα στις καρδιές έλαμπε ο “Ήλιος της δικαιοσύνης με ίασιν εν ταις πτέρυξιν Αυτού.” Συχνά μιά γραφική περικοπή διαβάζονταν και ξαναδιαβάζονταν κατ’ απαίτηση του ακροατού σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν είχε ακούσει λάθος. Ιδιαίτερα ζητούσαν να τους επαναληφθούν τα ακόλουθα λόγια: “Το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού Αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας.” (Α’ Ιωάν. 1:7.) Και “Καθώς ο Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτω πρέπει να υψωθή ο Υιός του ανθρώπου δια να μη απωλεσθή πάς ο πιστεύον εις Αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.” (Ιωάν. 3:14-15.)ΜΔ1 64.2

    Πολλοί είχαν μείνει ανεπηρέαστοι από τους ισχυρισμούς της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Αναγνώριζαν πόσο μάταια ήταν η μεσολάβηση ανθρώπων ή αγγέλων χάρη του αμαρτωλού. Και μόλις η σκέψη φωτίζονταν από το πραγματικό φώς, φώναζαν γεμάτοι χαρά: “Ο Χριστός είναι ο ιερέας μου. Το αίμα Του είναι η θυσία μου. Ο βωμός Του είναι το εξομολογητήρι μου.” Βασίζονταν ολοκληρωτικά στην αξία του Ιησού Χριστού, επαναλαμβάνοντας τα λόγια: “Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις Αυτόν.” “Διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, δια του οποίου πρέπει να σωθώμεν.” (Εβρ. 11:6, Πραξ, 4:12.)ΜΔ1 65.1

    Μερικές απ’ τις θαλασσοδαρμένες εκείνες ψυχές δυσκολεύονταν να πιστέψουν στη διαβεβαίωση ότι πραγματικά τις αγαπούσε ο Χριστός. Τέτοια μεγάλη ανακούφιση ένοιωθαν, τέτοιο θεσπέσιο φώς τους πλημμύριζε, που νόμισαν ότι βρίσκονταν στον ουρανό. Τα χέρια τους έσφιγγαν μέ εμπιστοσύνη το χέρι του Χριστού, τα πόδια τους στερεώνονταν γερά πάνω στο βράχο των Αιώνων. Απαλλάσσονταν από το φόβο του θανάτου. Και τότε έφθαναν και να εύχονται ακόμη να φυλακισθούν και να βασανισθούν, αν με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να τιμήσουν το όνομα του Λυτρωτή τους.ΜΔ1 65.2

    Έτσι φέρονταν σε απόκρυφα μέρη ο λόγος του Θεού και διαβάζονταν άλλοτε μπροστά σε ένα μόνο άτομο, και άλλοτε μπροστά σε μικρές ομάδες από διψασμένες για το φώς της αλήθειας ψυχές. Πολλές φορές ξημερώνονταν μελετώντας. Τόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός των ακροατών, ώστε συχνά ο απεσταλμένος της ευσπλαχνίας του Θεού ήταν αναγκασμένος να σταματήσει το διάβασμα μέχρι να γίνουν κατανοητές οι αγγελίες της σωτηρίας. Συχνά εκφράζονταν απορίες σαν και αυτές: “Μπορεί πραγματικά ο Θεός να δεχθεί την προσφορά μου; Είναι δυνατόν να μου χαμογελάσει; Να με συγχωρήσει;” Και τότε τους διαβάζονταν η απάντηση: “Έλθετε πρός Με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι και Εγώ θέλω σας αναπαύσει.” (Ματθ. 11:28.)ΜΔ1 65.3

    Δέχονταν με πίστη την υπόσχεση και ανταποκρίνονχαν με χαρά: “Όχι πιά άλλα ταξίδια σε τόπους προσκυνήματος. Όχι πιά άλλες ταλαίπωρες οδοιπορίες στους τάφους των αγίων. Μπορώ να πάω στο Χριστό έτσι ακριβώς όπως είμαι, αμαρτωλός και ανόσιος, και Αυτός δεν θα απορρίψει την προσευχή της μεταμέλειάς μου. Θα μου πεί: “Συγκεχωρημέναι αι αμαρτίαι σου.” Οι αμαρτίες μου, μάλιστα οι αμαρτίες οι δικές μου είναι δυνατόν να συγχωρεθούν.”ΜΔ1 66.1

    Ένα κύμα από άγια χαρά πλημμύριζε την καρδιά, και το όνομα του Ιησού Χριστού μεγαλύνονταν με δοξολογίες και με ευχαριστήριους ύμνους. Οι χαρούμενες εκείνες ψυχές επέστρεφαν στα σπίτια τους για να σκορπίσουν το φώς και για να επαναλάβουν στους άλλους, όσο καλύτερα μπορούσαν την καινούργια τους αυτή πείρα. Να τους διηγηθούν ότι είχαν βρεί την αληθινή και ζώσα Οδό. Μιά περίεργη επιβλητική δύναμη προερχομένη από τα λόγια της Γραφής μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά εκείνων οι οποίοι διψούσαν για την αλήθεια. Ήταν η φωνή του Θεού και έπειθε εκείνους που την άκουγαν.ΜΔ1 66.2

    Ο απεσταλμένος της αλήθειας του Θεού συνέχιζε το δρόμο του. Αλλά το απλό, ταπεινό παρουσιαστικό του, η ειλικρίνεια, η προθυμία και ο ένθερμος ζήλος του αποτελούσαν συχνά θέμα ομιλίας των ακροατών του που πολλές φορές τύχαινε να μή τον έχουν ρωτήσει ούτε από πού έρχονταν, ούτε κατά πού πήγαινε. Συνεπαρμένοι από μιάς αρχής, πρώτα από έκπληξη, κατόπιν από χαρά και ευγνωμοσύνη, δεν είχαν σκεφθεί να του κάμουν την ερώτηση. Αν τύχαινε να του ζητήσουν να τους συνοδεύσει στα σπίτια τους, εκείνος απαντούσε ότι έπρεπε να επισκεφθεί και άλλα απολωλότα πρόβατα του ποιμνίου. Και αυτοί διερωτώνταν μήπως τους είχε στείλει έναν άγγελο ο Θεός.ΜΔ1 66.3

    Σε πολλές περιπτώσεις ο εκπρόσωπος αυτός της αλήθειας δεν ξαναπαρουσιάζονταν πιά. Πιθανό να είχε πάει σε κάποια ξένη χώρα, πιθανό να έφθινε σε καμιά άγνωστη φυλακή, ή ακόμη να είχε αφήσει τα κόκκαλά του κάπου εκεί κοντά στο σημείο όπου είχε δώσει τη μαρτυρία του για την αλήθεια. Τα λόγια όμως που είχε αφήσει πίσω του δεν μπορούσαν να χαθούν. Ενεργούσαν μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και μόνο κατά την ημέρα της κρίσης θα γίνουν γνωστά τα ευλογημένα αποτελέσματά τους.ΜΔ1 66.4

    Οι Βαλδένσιοι ιεραπόστολοι παραβίαζαν στο βασίλειο του Σατανά και οι δυνάμεις του σκότους ξεσηκώνονταν σε άγρυπνη παρακολούθηση, κάθε προσπάθεια για τη μετάδοση της αλήθειας την παρακολουθούσε από κοντά ο άρχοντας του κακού, διαγείροντας συνάμα τους φόβους των πρακτόρων του. Οι παπικοί αρχηγοί έβλεπαν στο πρόσωπο των ταπεινών εκείνων οδοιπόρων μιά σοβαρή απειλή του δικού τους έργου. Αν επέτρεπαν στο φώς της αλήθειας να λάμψει ανενόχλητα, θα διέλυε τα πυκνά σύννεφα της πλάνης που είχαν σκεπάσει τον κόσμο. Θα καθοδηγούσε τις σκέψεις των ανθρώπων αποκλειστικά στο Θεό και αυτό θα κατέστρεφε με τον καιρό την υπεροχή της Ρώμης.ΜΔ1 67.1

    Και μόνο η ύπαρξη του λαού αυτού που είχε στην κατοχή του την πίστη της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας, αποτελούσε μαρτυρία αδιάκοπη κατά της αποστασίας της Ρώμης και γι’ αυτό προκαλούσε το βαθύτερο μίσος και τον κατατρεγμό. Επιπλέον η πεισματική τους άρνηση να παραδώσουν τις Άγιες Γραφές ήταν άλλη μιά προσβολή που η Ρώμη δεν μπορούσε να υποφέρει. Και πήρε την απόφαση να τους εξαλείψει από το πρόσωπο της γής. Τότε άρχισαν οι αγριότερες σταυροφορίες κατά του λαού του Θεού μέσα στα ορεινά του ερμητήρια. Οι ιεροεξεταστές τέθηκαν επί τα ίχνη τους και κάθε τόσο επαναλαμβάνονταν η σκηνή του αθώου Άβελ να πέφτει κάτω από το δολοφονικό χέρι του Κάϊν.ΜΔ1 67.2

    Κάθε τόσο η χερσωμένη γή τους ερημώνονταν, τα σπίτια και τα παρεκκλήσια τους σαρώνονταν, ώστε εκεί όπου άλλοτε ανθούσε η καλλιέργια και ευημερούσε η οικογενειακή ζωή ενός άκακου και εργατικού λαού, βασίλευε τώρα η ερήμωση Όπως το αίμα εξαγριώνει περισσότερο τα άγρια θηρία, έτσι εξαγριώνονταν και η θηριωδία των παπιστών από τα βάσανα των θυμάτων τους. Πολλοί από τους μάρτυρες αυτούς της αγνής πίστης διώχθηκαν από βουνό σε βουνό και κηνυγήθηκαν μέχρι κάτω στις κοιλάδες όπου μπορούσαν να κρυβούν προφυλαγμένοι από τα πυκνά δάση και τα βράχια της γής.ΜΔ1 67.3

    Καμιά κατηγορία δεν επιβάρυνε το ήθος και τον χαρακτήρα της προσημειωμένης αυτής τάξης. Και αυτοί οι εχθροί τους ακόμη ομολογούσαν ότι πρόκειτο για ένα ήσυχο, φιλειρηνικό και ευλαβικό λαό. Το μεγάλο κρίμα τους ήταν ότι δεν λάτρευαν το Θεό όπως το ήθελε ο πάπας. Και για το έγκλημα αυτό, όλων των ειδών οι ταπεινώσεις, οι εξευτελισμοί και τα βασανιστήρια που μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος ή ο δαιμονικός νούς έπρεπε να ξεσπάσουν επάνω τους.ΜΔ1 67.4

    Όταν κάποτε η Ρώμη αποφάσισε να εξοντώσει τη μισητή αίρεση, ο πάπας εξέδωσε ένα διάταγμα στό οποίο τους κατεδίκαζε ως αιρετικούς και τους παρέδιδε στη σφαγή. Δεν κατηγορούνταν ούτε για αργόσχολοι, ούτε για ανήθικοι, ούτε για ταραχοποιοί. Αλλά το διάγγελμα τους κατηγορούσε ότι παρουσιάζονταν σαν ευσεβείς και άγιοι που αποπλανούσαν “τα πρόβατα της πραγματικής ποίμνης.” Επομένως, διέτασσε ο πάπας, “αυτή η κακεντρεχής και δόλια αίρεση των κακοποιών, αν δεν αποκηρύξουν με όρκο τις απόψεις τους, πρέπει να παταχθεί σαν φίδι φαρμακερό.” (Wylie, Τόμ. 16, κεφ. 1.) Σκέπτονταν άραγε ο υπεροπτικός εκκλησιαστικός δεσπότης ότι θα ξανάκουγε κάποτε τα ίδια εκείνα λόγια; Ήξερε ότι είχαν καταχωρηθεί στα κατάστιχα του ουρανού και ότι θάρθει αντιμέτωπος με αυτά την ημέρα της κρίσης του Θεού; “Καθ’ όσον εκάματε εις ένα τούτων των αδελφών Μου των ελάχιστων,” λέγει ο Χριστός, “εις Εμέ εκάματε.” (Ματθ. 25:40.)ΜΔ1 68.1

    Το παπικό διάταγμα καλούσε όλα τα μέλη της εκκλησίας να πάρουν ενεργό μέρος στη σταυροφορία κατά των αιρετικών. Προκειμένου να ενθαρρύνει όλους να επιδοθούν στο απαίσιο αυτό έργο, τους “απάλλασε από κάθε εκκλησιαστική ποινή είτε γενική είτε μερική. Αποδέσμευε όλους τους συμμέτοχους της σταυροφορίας από οποιονδήποτε όρκο είχαν πάρει στο παρελθόν. Νομιμοποιούσε οποιονδήποτε περιουσιακό τίτλο είχαν παράνομα ιδιοποιηθεί. Και υπόσχονταν πλήρη άφεση αμαρτιών σε οποιονδήποτε δολοφονούσε έναν αιρετικό. Ακύρωνε κάθε σύμβαση που είχε συναφθεί με τους Βαλδένσιους, διέτασσε όλους τους οικιακούς βοηθούς να τους εγκαταλείπουν, απαγόρευε σε όλους γενικά να τους παράσχουν οποιαδήποτε βοήθεια και εξουσιοδοτούσε τον τυχόντα να αρπάξει την περιουσία τους.” (Wylie, Τόμ. 16, κεφ. 1.) Το έγγραφο αυτό φανερώνει ολοκάθαρα το κυρίαρχο πνεύμα που διηύθυνε από τα παρασκήνια. Είναι ο βρυχηθμός του δράκοντα και όχι η φωνή του Χριστού που απευθύνεται μέσα από αυτό.ΜΔ1 68.2

    Μή συμβιβάζοντας το χαρακτήρα τους με το μεγάλο κανόνα του λόγου του Θεού, οι παπικοί ηγήτορες συνέστησαν ένα δικό τους κανόνα όπως τους συνέφερε και απεφάσισαν να επιβάλουν στον καθένα να υποταχθεί σ’ αυτόν επειδή έτσι το ήθελε η Ρώμη. Οι φρικιαστικότερες τραγωδίες διαδραματίσθηκαν. Μιά διεφθαρμένη, βλάσφημη κουρία έπαιζε το ρόλο που της υπαγόρευε ο Σατανάς. Η ευσπλαχνία τους ήταν άγνωστη. Το ίδιο πνεύμα που θανάτωσε το Χριστό και εξόντωσε τους αποστόλους, το ίδιο που εξώθησε τον αιμοχαρή Νέρονα εναντίον των Χριστιανών της εποχής του, δρούσε πάλι για να απαλλάξει τη γή από εκείνους που ήταν αγαπητοί από το Θεό.ΜΔ1 68.3

    Με μακραίωνους διωγμούς που αντιμετώπισε με υπομονή και καρτερικότητα ο θεοφοβούμενος αυτός λαός τίμησε το Λυτρωτή του. Παρόλες τις εναντίον τους σταυροφορίες και τις απάνθρωπες σφαγές που υφίσταντο, οι Βαλδένσιοι εξακολουθούσαν να στέλλουν τους ιεραποστόλους τους για να σκορπίσουν τον πολύτιμο σπόρο της αλήθειας. Καταδιώκονταν μέχρι θανάτου. Πότιζαν όμως το σπόρο με το αίμα τους και πάντα ο σπόρος έφερνε καρπό. Έτσι οι Βαλδένσιοι έδωσαν τη μαρτυρία τους για το Θεό εκατοντάδες χρόνια πρίν να γεννηθεί ο Λούθηρος. Σκορπισμένοι σε διάφορες χώρες, έσπειραν το σπόρο της Μεχαρρύθμισης που άρχισε την εποχή του Ουΐκλιφ, ρίζωσε και ξάπλωσε στις μέρες του Λουθήρου και θα εξακολουθήσει να προωθείται μέχρι τον έσχατο καιρό από εκείνους που είναι πρόθυμοι να υποστούν τα πάντα “δια τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του Ιησού.” (Αποκ. 1:9.)ΜΔ1 69.1