Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents
Πράξεις των Αποστόλων - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    ΚΕΦΆΛΑΙΟ 49—Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

    (Βασίζεται στη Δεύτερη Επιστολή πρός τον Τιμόθεο.)ΠΑ 440.1

    Από τη δικαστική αίθουσα του Καίσαρα, ο Παύλος γύρισε στο κελί του, αναγνωρίζοντας ότι το μόνο που είχε κερδίσει ήταν μία μικρή αναστολή. Ήξερε ότι οι εχθροί του δεν θα ησύχαζαν μέχρι που να πετύχουν το θάνατό του. Ήξερε επίσης ότι για ένα διάστημα η αλήθεια είχε θριαμβεύσει. Το ότι είχε κηρύξει ένα σταυρωθέντα και αναστηθέντα Σωτήρα μπροστά στο απειράριθμο πλήθος που τον είχε ακούσει, αποτελούσε αυτό καθεαυτό μία νίκη. Την ημέρα εκείνη είχε αρχίσει ένα έργο που θα αύξανε και θα δυνάμωνε με τον καιρό,ένα έργο που ο Νέρων με όλους τους άλλους εχθρούς του Χριστού μάταια θα προσπαθούσε να εμποδίσει ή να καταστρέψει. Καθισμένος από μέρα σε μέρα μέσα στο καταθλιπτικό κελί του και ξέροντας ότι με ένα λόγο ή με ένα νεύμα του Νέρωνα η ζωή του μπορούσε να θυσιαστεί, ο Παύλος σκέπτονταν τον Τιμόθεο και απεφάσισε να τον καλέσει κοντά του. Ο Τιμόθεος είχε αναλάβει την ευθύνη της επιστασίας της Εκκλησίας της Εφέσου και γι’ αυτό είχε παραμείνει πίσω όταν ο Παύλος έκανε το τελευταίο του ταξίδι στη Ρώμη. Ο Παύλος και ο Τιμόθεος συνδέονταν με μία σπάνια βαθιά και τρυφερή αγάπη. Αφότου προσηλυτίστηκε, ο Τιμόθεος είχε συμμερισθεί τους μόχθους και τα βάσανα του Παύλου. Η φιλία μεταξύ των δύο είχε γίνει δυνατότερη, βαθύτερη και ιερότερη, μέχρι που ο Τιμόθεος έγινε για το γερασμένο, εξαντλημένο από τη δουλειά απόστολο αυτό που ένας γιός μπορούσε να γίνει για έναν αγαπημένο, τιμημένο πατέρα. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο ότι μέσα στη μοναξιά και στην απομόνωσή του, ο Παύλος πόθησε να τον δει.ΠΑ 440.2

    Κάτω από τις ευνοϊκότερες συνθήκες, μερικοί μήνες έπρεπε να περάσουν πριν φτάσει ο Τιμόθεος από τη Μικρά Ασία στη Ρώμη. Ο Παύλος γνώριζε την αβεβαιότητα της ζωής του και φοβόταν ότι ενδεχόμενα ο Τιμόθεος να έφθανε πολύ αργά για να τον δει. Είχε ιδιαίτερες συμβουλές και διδασκαλίες να δώσει στο νεαρό αυτόν στον οποίο είχε ανατεθεί τόσο μεγάλη ευθύνη. Και ενώ του συνιστούσε να έρθει χωρίς χρονοτριβή, υπαγόρευσε ταυτόχρονα την πνευματική του διαθήκη που πιθανό να μη είχε την ευκαιρία να υπαγορεύσει προφορικά. Με την ψυχή γεμάτη τρυφερή φροντίδα για τον πνευματικό αυτό γιό του και για την Εκκλησία που είχε αναλάβει, ο Παύλος προσπάθησε να αποτυπώσει στην καρδιά του Τιμόθεου τη σπουδαιότητα της πιστότητας στην ιερή του παρακαταθήκη.ΠΑ 441.1

    Ο Παύλος άρχισε το γράμμα του με τον εξής χαιρετισμό: «Πρός Τιμόθεον, το αγαπητόν τέκνον είη χάρις, έλεος, ειρήνη από Θεού Πατρός και Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών. Ευχαριστώ τον Θεόν, τον οποίον λατρεύω από προγόνων μετά καθαράς συνειδήσεως, ότι αδιαλείπτως σε ενθυμούμαι εν ταις δεήσεσί μου νύκτα και ημέραν.»ΠΑ 441.2

    Κατόπιν ο απόστολος τονίζει στον Τιμόθεο πόσο αναγκαία είναι η σταθερότητα στην πίστη. «Σε υπενθυμίζω,» του έγραφε, «να αναζωπυρής το χάρισμα του Θεού, το οποίον είναι εν σοί δια της επιθέσεως των χειρών μου διότι δεν έδωκεν εις ημάς ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού. Μη αισχυνθής λοιπόν την μαρτυρίαν του Κυρίου ημών, μηδέ εμέ τον δέσμιον Αυτού, αλλά συγκακοπάθησον μετά του ευαγγελίου με την δύναμιν του Θεού.» Ο Παύλος παρακινεί τον Τιμόθεο να θυμάται πάντοτε ότι είχε κληθεί «με κλήσιν αγίαν» για να εξαγγείλει τη δύναμη Εκείνου «όστις κατήργησε μεν τον θάνατον, έφερε δε εις φώς την ζωήν και την αφθαρσίαν δια του ευαγγελίου, εις το οποίον,» λέγει, «ετάχθην εγώ κήρυξ και απόστολος και διδάσκαλος των εθνών. Δια την οποίαν αιτίαν και πάσχω ταύτα, πλήν δεν επαισχύνομαι διότι εξεύρω εις τίνα επίστευσα, και είμαι πεπεισμένος ότι είναι δυνατός να φύλαξη την παρακαταθήκην μου μέχρις εκείνης της ημέρας.»ΠΑ 441.3

    Καθ ', όλη τη μακρόχρονη υπηρεσία του, ο Παύλος ποτέ δεν έχασε την αφοσίωσή του για το Σωτήρα του. Όπου και αν βρίσκονταν - είτε μπροστά σε βλοσυρούς Φαρισαίους, ή στις ρωμαϊκές αρχές μπροστά στον εξοργισμένο συρφετό στα Λύστρα ή στους κατάδικους αμαρτωλούς της μακεδονικής φυλακής είτε νουθετώντας τους πανικόβλητους ναυτικούς ενός ναυαγημένου σκάφους, ή στέκοντας ολομόναχος μπροστά στο Νέρωνα να υπερασπισθεί τη ζωή τουποτέ δεν ένοιωθε ντροπή για το σκοπό που υποστήριζε. Ο μόνος μεγάλος σκοπός της χριστιανικής ζωής του ήταν να υπηρετεί Εκείνον του οποίου το όνομα κάποτε τον είχε γεμίσει με περιφρόνηση. Από το σκοπό αυτόν καμία αντίδραση ή διωγμός δεν μπόρεσαν ποτέ να τον αποτρέψουν. Η πίστη του, ενισχυμένη με την προσπάθεια και εξαγνισμένη με τη θυσία, τον συγκρατούσε και τον δυνάμωνε.ΠΑ 442.1

    «Συ λοιπόν, τέκνον μου,» συνέχιζε ο Παύλος, «ενδυναμού δια της χάριτος της εν Χριστώ Ιησού, και όσα ήκουσας παρ’ εμού δια πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι. Σύ λοιπόν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού.»ΠΑ 442.2

    Ο πραγματικός λειτουργός του Θεού δεν προσπαθεί να αποφύγει τις ταλαιπωρίες και τις ευθύνες. Από την αστείρευτη Πηγή που ποτέ δεν απογοητεύει εκείνους που ειλικρινά αναζητούν τη θεϊκή ενίσχυση, αντλεί δύναμη η οποία τον κάνειικανό να αντιμετωπίζει και να ανταπεξέρχεται στον πειρασμό.ΜΕ αυτό τον τρόποκαταφέρνει να εκτελεί τα καθήκοντα που του αναθέτει ο Θεός. Το είδος της χάρης που δέχεται αυξάνει την ικανότητά του να γνωρίσει το Θεό και τον Υιό Του. Η ψυχή του φλέγεται από τη βαθειά επιθυμία να προσφέρει ευπρόσδεκτη στον Κύριο υπηρεσία. Και ενώ προχωρεί στο χριστιανικό δρόμο, γίνεται «ισχυρός εις την χάριν ήτις είναι εν Χριστώ Ιησού.» Η χάρη αυτή τον κάνειικανόνα γίνει πιστός μάρτυρας των όσων έχει ακούσει. Δεν περιφρονεί, ούτε παραμελεί τη γνώση που έλαβε από το Θεό, αλλά αναθέτει τη γνώση αυτή σε πιστούς ανθρώπους οι οποίοι με τη σειρά τους θα διδάξουν και άλλους.ΠΑ 442.3

    Στο τελευταίο του αυτό γράμμα στον Τιμόθεο, ο Παύλος υποδεικνύει στο νεαρό εργάτη ένα υψηλό ιδανικό, τονίζοντας τα καθήκοντα που του ανατίθενται σαν υπηρέτη του Χριστού. «Σπούδασον να παραστήσης σεαυτόν δόκιμον εις τον Θεόν,» γράφει ο απόστολος, «εργάτην ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αλήθειας.» «Τας δε νεανικάς επιθυμίας φεύγε και ζήτει την δικαιοσύνην, την πίστιν, την αγάπην, την ειρήνην μετά των επικαλουμένων τον Κύριον εκ καθαράς καρδίας. Τας δε μωράς και απαιδεύτους φιλονεικίας παραιτού, εξεύρων ότι γεννώσι μάχας ο δε δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να μάχηται, αλλά να ήναι πράος πρός πάντας, διδακτικός, ανεξίκακος, διδάσκων μετά πραότητος τους αντιφρονούντας, μη ποτε δώση εις αυτούς ο Θεός μετάνοιαν, ώστε να γνωρίσωσι την αλήθειαν.»ΠΑ 443.1

    Ο απόστολος προειδοποίησε τον Τιμόθεο για τους ψευτοδασκάλους που θα προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στην Εκκλησία. «Γίνωσκε δε τούτο, ότι εν ταις εσχάταις ημέραις θέλουσιν ελθεί καιροί κακοί διότι θέλουσιν είσθαι οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς εις τους γονείς, αχάριστοι, ανόσιοι. .. έχοντες μεν μορφήν ευσεβείας, ηρνημένοι δε την δύναμιν αυτής. Και τούτους φεύγε.»ΠΑ 443.2

    «Πονηροί δε άνθρωποι και γόητες θέλουσι προκόψει εις το χείρον, » συνέχισε, «πλανώντες και πλανώμενοι. Αλλά συ μένε εις εκείνα τα οποία έμαθες και επιστώθης, εξεύρων παρά τίνος έμαθες και ότι από βρέφους γνωρίζεις τα ιερά γράμματα, τα δυνάμενα να σε σοφίσωσιν εις σωτηρίαν . . . Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός έλεγχον, πρός επανόρθωσιν, πρός εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης, δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις πάν έργον αγαθόν.» Ο Θεός παρεχώρησε άφθονα τα μέσα για τον επιτυχή αγώνα εναντίον του κακού που υφίσταται στον κόσμο. Η Βίβλος είναι η οπλοθήκη όπου μπορούμε να εξοπλιζόμαστε για τον αγώνα. Πρέπει να ζώσουμε τη μέση μας με τη ζώνη της αλήθειας. Ο θώρακας μας πρέπει να είναι η δικαιοσύνη. Στο χέρι μας πρέπει να βρίσκεται η ασπίδα της πίστης, στο μέτωπό μας η περικεφαλαία της σωτηρίας και με το σπαθί του Πνεύματος που είναι ο λόγος του Θεού, οφείλουμε να καθαρίζουμε το δρόμο μας από τα εμπόδια και τις εμπλοκές της αμαρτίας.ΠΑ 443.3

    Ο Παύλος ήξερε ότι η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει μεγάλους κινδύνους. Ήξερε ότι πιστή και επίμονη εργασία έπρεπε να γίνει από τους υπεύθυνους των Εκκλησιών. Για αυτό και έγραφε στον Τιμόθεο: «Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς εν τη επιφανεία Αυτού και τη βασιλεία Αυτού, κήρυξον τον λόγον, επίμενε εγκαίρως, ακαίρως, έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον, μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής.»ΠΑ 444.1

    Αυτή η σοβαρή σύσταση πρός έναν τόσο πιστό και ζηλωτή σαν τον Τιμόθεο, αποτελεί μία σπουδαία ένδειξη για τη βαρύτητα και την υπευθυνότητα που χαρακτηρίζουν το ποιμαντορικό έργο. Υπενθυμίζοντας στον Τιμόθεο ότι είναι υπόλογος ενώπιον του Θεού, ο Παύλος του ζητάει να κηρύξει το λόγο του Θεούκαι όχι τα λόγια και τις συνήθειες των ανθρώπων, να είναι έτοιμος να δώσει τη μαρτυρία του για το Θεό οπότε του παρουσιάζονταν η ευκαιρία - μπροστά σε πολυπληθείς συγκεντρώσεις ή σε μοναδικούς ακροατές, καταμεσής του δρόμου ή στο αγκωνάρι του τζακιού, σε φίλους όπως και σε εχθρούς, βρισκόμενος σε ασφάλεια ή εκτεθειμένος σε δυσκολία και κίνδυνο, σε μομφή και σε απώλεια.ΠΑ 444.2

    Φοβούμενος μήπως ο πράος και υποχωρητικός χαρακτήρας του Τιμόθεου τον έκανε να παραβλέψει μία ορισμένη πτυχή του έργου του, ο Παύλος τον εκλιπαρεί να είναι συνεπής στον έλεγχο της αμαρτίας και ακόμη να επιπλήττει με δριμύτητα αυτούς που ενοχοποιούνται με βαρύτερα αδικήματα. Αυτό όμως έπρεπε να το κάνει «μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής.» Έπρεπε να εξωτερικεύει την υπομονή και την αγάπη του Χριστού, να εξηγεί και να επιβάλει τον έλεγχό του βάσει των αληθειών του λόγου του Θεού.ΠΑ 444.3

    Το να μισεί και να κατακρίνει κανείς την αμαρτία και να εκδηλώνει συνάμα συμπόνια και τρυφερότητα για τον αμαρτωλό, είναι κάτι που δύσκολα κατορθώνεται. Όσο ειλικρινέστερες προσωπικές προσπάθειες καταβάλλουμε για να αποκτήσομε την αγιοσύνη της ψυχής και της ζωής, τόσο οξύτερη γίνεται η αντίληψή μας για την αμαρτία και τόσο αποφασιστικότερη η αποδοκιμασία μας για κάθε παρέκκλιση από το σωστό. Πρέπει να προσέχουμε να μη δείχνουμε υπερβολική αυστηρότητα στα άτομα που σφάλλουν, αλλά πρέπει επίσης να είμαστε προσεκτικοί να μη παραβλέπομε την τρομερή καταστροφή της αμαρτίας. Χρειάζεται να δείξουμε υπομονή και αγάπη για τον σφάλλοντα κατά το παράδειγμα του Χριστού.Τότε όμως διατρέχουμε συνάμα τον κίνδυνο να δείξουμε τόσο μεγάλη ανεκτικότητα για το λάθος του, ώστε αυτός να σχηματίσει την εντύπωση πως δεν έχει ανάγκη από παρατηρήσεις. Έτσι, θα τις απορρίψει σαν άσκοπες και άδικες.ΠΑ 445.1

    Οι λειτουργοί του Ευαγγελίου κάνουν πολλές φορές μεγάλο κακό με το να δείχνονται τόσο επιεικείς στους σφάλλοντες ώστε φθάνουν στο σημείο να ανέχονται τις αμαρτίες τους, κάποτε μάλιστα και να τις συμμερίζονται. Με τον τρόπο αυτό καταντούν να μετριάζουν και να δικαιολογούν εκείνο που ο Θεός καταδικάζει. Και ύστερα από ένα διάστημα τυφλώνονται τόσο ώστε επαινούν εκείνους ακριβώς που ο Θεός προστάζει να επιτιμήσουν. Όποιος έχει αμβλύνει τις πνευματικές του αισθήσεις δείχνοντας ανάρμοστη επιείκεια πρός εκείνους που καταδικάζει ο Θεός, θα διαπράξει σε λίγο το σοβαρότερο αμάρτημα. Να φέρεταιδηλαδή με τραχύτητα και αυστηρότητα πρός εκείνους που επιδοκιμάζει ο Θεός.ΠΑ 445.2

    Με την υπερηφάνεια της ανθρώπινης σοφίας, με την περιφρόνηση της επιρροής του Αγίου Πνεύματος και με την αδιαφορία έναντι των αληθειών του λόγου του Θεού, πολλοί που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί και που αισθάνονται ικανοί να διδάξουν τους άλλους, θα καταντήσουν να απομακρυνθούν από τις απαιτήσεις του Θεού. Ο Παύλος γνωστοποίησε στον Τιμόθεο: «Θέλει ελθεί καιρός ότε δεν θέλουσιν υποφέρει την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν, αλλά θέλουσιν επισωρεύσει εις εαυτούς διδασκάλους κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας, γαργαλιζόμενοι την ακοήν, και από μεν της αλήθειας θέλουσιν αποστρέψει την ακοήν αυτών, εις δε τους μύθους θέλουσιν εκτραπή.»ΠΑ 445.3

    Εδώ ο απόστολος δεν αναφέρει τους απροκάλυπτα άθρησκους ανθρώπους, αλλά τους θεωρούμενους Χριστιανούς οι οποίοι κατευθύνονται από τις κλίσεις τους και γίνονται σκλάβοι του εαυτού τους. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να ακούν μόνο τις διδαχές εκείνες που δεν κατακρίνουν ούτε τις αμαρτίες τους, ούτε καταδικάζουν την αγάπη τους για τις απολαύσεις. Θίγονται από τα απλά λόγια των πιστών δούλων του Χριστού και προτιμούν δασκάλους που να τους επαινούν και να τους κολακεύουν. Μεταξύ των ομολογουμένων λειτουργών του Ευαγγελίου υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι κηρύττουν τις γνώμες των ανθρώπων αντί για το λόγο του Θεού. Με το να δείχνονται απειθείς στο καθήκον τους, παρασύρουν εκείνους που αποβλέπουν σ’ αυτούς για πνευματική καθοδήγηση.ΠΑ 446.1

    Με τις εντολές του αγίου νόμου Του, ο Θεός έθεσε τον τέλειο κανόνα της ζωής και ανακοίνωσε ότι μέχρι τα τέλη των αιώνων, ο νόμος αυτός θα παραμένει αναλλοίωτος καθ’ολοκληριαν.Ο νομόςαυτός απαιτεί την υπακοή των ανθρω-πίνων υπάρξεων στις αξιώσεις του. Ο Χριστός ήρθε για να μεγαλώσει το νόμο και να τον καταστήσει έντιμο. Υπέδειξε ότι ο νόμος αυτός βασίζεται επάνω στην πλατειά βάση της αγάπης για το Θεό και της αγάπης για τον άνθρωπο. Η υπακοή στα εντάλματά του αποτελεί ολοκληρωμένο το καθήκον του ανθρώπου. Με τη δική Του ζωή έδωσε το παράδειγμα της υπακοής στο νόμο του Θεού. Στην επί του Όρους Ομιλία, απέδειξε ότι οι απαιτήσεις του νόμου επεκτείνονται πιο μακριά ακόμη από τις εξωτερικευμένες πράξεις και τελούν σε πλήρη γνώση των σκέψεων και των προθέσεων της καρδιάς.ΠΑ 446.2

    Όταν ο νόμος εφαρμόζεται, διδάσκει τους ανθρώπους να αρνηθούν «την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας» και να ζήσουν «σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς εν τω παρόντι αιώνι.» (Τιμ. 2:12.) Αλλά ο εχθρός κάθε δικαίου έχει αιχμαλωτίσει τον κόσμο και έχει οδηγήσει άνδρες και γυναίκες να παρακούουν το νόμο. Όπως το πρόβλεψε ο Παύλος, πλήθη ανθρώπων έχουν στραφεί από τις απλές, ενδελεχείς αλήθειες του λόγου του Θεού, εκλέγοντας δασκάλους οι οποίοι τους παρουσιάζουν τους μύθους που επιθυμούν. Πολλοί, τόσο από τους ιερωμένους όσο και από τους λαϊκούς, ποδοπατούν τις εντολές του Θεού. Έτσι προσβάλλεται ο Δημιουργός του κόσμου, ενώ ο Σατανάς γελάει θριαμβευτικά με την επιτυχία των επινοημάτων του.ΠΑ 446.3

    Με την επεκτεινόμενη περιφρόνηση του νόμου του Θεού, αυξάνεται η απαρέσκεια για τη θρησκεία, η υπερηφάνεια, η φιληδονία, η ασέβεια στους γονείς και η τρυφηλότητα. Συνετοί άνθρωποι διερωτώνται παντού με διαρκώς μεγαλύτερη αγωνία: Τι μπορεί να γίνει για να διορθωθεί το ανησυχαστικό αυτό κακό; Η απάντηση βρίσκεται στην παραίνεση του Παύλου πρός τον Τιμόθεο: «Κήρυξον τον λόγον.» Στη Βίβλο απαντώνται οι μόνες ασφαλείς έμπρακτες αρχές. Αυτή είναι ένα πιστό αντίγραφο του θελήματος του Θεού, μία έκφραση της θεϊκής σοφίας. Φέρνει την ανθρώπινη αντίληψη αντιμέτωπη με τα μεγάλα προβλήματα της ζωής. Για όλους όσους δίνουν προσοχή στα διατάγματα της, θα καταστεί αλάθητος οδηγός και θα τους διαφυλάξει από την κατασπατάληση της ζωήςτους, καταβάλλοντας ανώφελες προσπάθειες.ΠΑ 447.1

    Ο Θεός κατέστησε γνωστό το θέλημά Του και αποτελεί ανοησία για τον άνθρωπο να αμφισβητεί αυτό που έχει βγει από τα χείλη Του. Αφού η ‘Άπειρη Σοφία μίλησε, δεν υπάρχουν πια αμφίβολα ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν από τον άνθρωπο, ούτε αμφιταλαντευόμενες πιθανότητες που πρέπει να διακανονισθούν από αυτόν. Το μόνο που απαιτείται από αυτόν είναι η πρόθυμη και ειλικρινής προσαρμογή με το εκδηλωμένο θέλημα του Θεού. Η υπακοή αποτελεί την ανώτερη υπαγόρευση της λογικής και της συνείδησης.ΠΑ 447.2

    Ο Παύλος εξακολουθεί αναθέτοντας ευθύνες: «Συ δε αγρύπνει εις πάντα, κακοπάθησον, εργάσθητι έργον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου κάμε πλήρη.» Ο Παύλος πλησίαζε στο τέλος της πορείας του και ήθελε ο Τιμόθεος να πάρει τη θέση του προστατεύοντας τις Εκκλησίες από τους μύθους και τις αιρέσεις μέσω των οποίων ο εχθρός θα προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να τις απομακρύνει από την απλότητα του Ευαγγελίου. Τον παρακινεί να αποκλείσει κάθε πρόσκαιρη ενασχόληση και επιπλοκή που θα τον εμπόδιζε από του να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο έργο του Θεού, να υπομένει με χαρά κάθε αντίσταση, επίκριση και καταδίωξη. Τόνισεεπίσης ότι θα πρέπει να εκτελεί τέλεια τη διακονία του χρησιμοποιώντας κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή του προκειμένου να κάνει καλό σ’ αυτούς για τους οποίους πέθανε ο Χριστός.ΠΑ 447.3

    Η ζωή του Παύλου αποτελούσε το παράδειγμα των αληθειών που δίδασκε και σ’ αυτό έγκειτο η δύναμή του. Η καρδιά του ήταν γεμάτη από μία βαθειά, διαρκή συναίσθηση της ευθύνης του και συνεργάζονταν στενά μ’ Εκείνον ο οποίος είναι η πηγή της δικαιοσύνης, της ευσπλαχνίας και της αλήθειας. Προσκολλήθηκε στο σταυρό του Χριστού σαν μοναδική εγγύηση επιτυχίας. Η αγάπη του Σωτήρα αποτελούσε το αθάνατο κίνητρό που τον συγκρατούσε στην πάλη του κατά του εαυτού του και στους αγώνες του εναντίον του κακού, όταν η υπηρεσία του για το Χριστό προχωρούσε αντίθετα πρός την εχθρότητα του κόσμου και την αντίσταση των πολεμίων του.ΠΑ 448.1

    Εκείνο που η Εκκλησία χρειάζεται τις ημέρες ς του κινδύνου είναι ένας στρατός από εργάτες οι οποίοι να έχουν, καταρτίσει τον εαυτό τους για χρησιμότηταόπως ο Παύλος. Οι πιστοίπρέπει να έχουν βαθειά εμπειρία στα πράγματα του Θεού και να είναι γεμάτοι ζήλο και προθυμία. Χρειάζονται καθαγιασμένοι και αυτοθυσιαζόμενοι άνθρωποι οι οποίοι δεν αποφεύγουν τις δοκιμασίες και τις ευθύνες, άνθρωποι ειλικρινείς και γενναίοι, άνθρωποι στις καρδιές των οποίων έχει γραφείανεξίτηλα ο Χριστός, «η ελπίς της δόξης,» και οι οποίοι με χείλη αγγιγμένα από την ιερή φωτιά θα κηρύξουν το λόγο. Από έλλειψη τέτοιων ανθρώπων το έργο του Θεού μαραζώνει και μοιραία λάθη μολύνουν τα ήθη και εκμηδενίζουν τις ελπίδες ενός μεγάλου μέρους της ανθρώπινης φυλής, σαν θανατηφόρο δηλητήριο.ΠΑ 448.2

    Ενώ οι πιστοί, εξαντλημένοι σημαιοφόροι προσφέρουν τη ζωή τους χάρη της αλήθειας, ποιός θα παρουσιαστεί για να πάρει τη θέση τους; Θα δεχθούν οι νέοι μας την ιερή παρακαταθήκη από τα χέρια των πατέρων τους; Ετοιμάζονται να συμπληρώσουν τα κενά που δημιουργούνται με το θάνατο των πιστών; Θα δώσουν προσοχή στην εντολή του αποστόλου, θα διακρίνουν την κλήση του καθήκοντος ανάμεσα από τα εγωκεντρικά και φιλόδοξα κίνητρα που σαγηνεύουν τη νεολαία;ΠΑ 449.1

    Ο Παύλος κλείνει το γράμμα του με προσωπικές παραγγελίες σε διάφορα άτομα και επαναλαμβάνει τη θερμή παράκληση να έρθει ο Τιμόθεος σύντομα κοντά του, αν ήταν δυνατόν πριν από το χειμώνα. Μιλάει για τη μοναξιά που του προξένησε η εγκατάλειψη ορισμένων φίλων του καθώς και η δικαιολογημένη απουσία μερικών άλλων. Σε περίπτωση που ο Τιμόθεος δίσταζε, φοβούμενος ότι η Εκκλησία της Εφέσου θα είχε ανάγκη από τις υπηρεσίες του, ο Παύλος αναφέρει ότι ήδη είχε στείλει τον Τυχικό για να αναπληρώσει το κενό της απουσίας του.ΠΑ 449.2

    Αφού μίλησε για τη σκηνή της δίκης του μπροστά στο Νέρωνα, για την εγκατάλειψη από τους φίλους του και για την ενισχύουσα χάρη ενός σεβόμενου τη διαθήκη Του Θεού, ο Παύλος έκλεισε την επιστολή του αφιερώνοντας τον αγαπημένο του Τιμόθεο στη φύλαξη του Αρχιποιμένα ο οποίος, παρόλο ότι οι υποποιμένες Του πατάσσονται, εξακολουθεί να φροντίζει για το ποίμνιό Του.ΠΑ 449.3

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents