Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents
Οι Παραβολές του Χριστού - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφαλαιο 16: Ο ασωτοσ γιοσ

    Η Παραβολή: Λουκ. 15:11-32.

    Οι παραβολές του χαμένου προβάτου, τής χαμένης δραχμής και του άσωτου γιου περιγράφουν μέ διαφορετικά η κάθε μιά χρώματα τή σπλαχνική αγάπη του Θεού γιά κείνους πού ξεστρατίζουν απ’ Αυτόν. Άν και άπομακρύθηκαν από τόν Θεό, Εκείνος όμως δέν τούς εγκαταλείπει στή δυστυχία τους. Είναι γεμάτος καλωσύνη και τρυφερή συμπόνοια γιά όλους όσους βρίσκονται εκτεθειμένοι στούς πειρασμούς του δολερού εχθρού.ΠΧ 144.1

    Στήν παραβολή του άσωτου γιου άπεικονίζεται ή συμπεριφορά του Κυρίου πρός εκείνους πού είχαν κάποτε γνωρίσει τήν αγάπη του Πατέρα, άλλ’ άφέθηκαν νά παρασυρθούν από τόν πειραστή αιχμάλωτοι στό θέλημά του.ΠΧ 144.2

    “Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς· και ειπεν ο νεώτερος αυτών πρός τόν πατέρα, Πάτερ, δός μοι τό άνήκον μέρος τής περιουσίας. Καί διεμοίρασεν ειςαυτούς τά ύπάρχοντα αυτού. Καί μετ’ όλίγας ήμέρας, συνάξας πάντα ο νεώτερος υιός, άπεδήμησεν εις χώραν μακράν.”ΠΧ 144.3

    Ο νεώτερος αυτός γιός είχε βαρυεστήσει από τούς περιορισμούς τής πατρικής στέγης. ‘Ένοιωθε ότι του στερούσαν τήν ελευθερία του. Παρεξήγησε τήν αγάπη και τή στοργική φροντίδα του πατέρα του γι’ αυτόν και άποφάσισε στό έξής νά άκολουθήσει μόνο ο,τι του ύπαγόρευε τό κέφι του.ΠΧ 144.4

    Ο νεαρός ούτε άνεγνώριζε καμιά ύποχρέωση πρός τόν πατέρα του, ούτε καμιά εύγνωμοσύνη αισθανόταν ότι του χρώσταγε. Αυτό όμως δέν τόν εμπόδιζε νά διεκδικήσει τά υικά του δικαιώματα στή συμμετοχή τής πατρικής περιουσίας. Τήν κληρονομιά πού κανονικά θα’ ρχόταν στά χέρια του μέ τό θάνατο του πατέρα του, τή γύρευε από τώρα. Εκείνο πού τόν ένδιέφερε ηταν οι άπολαύσεις του παρόντος. Γιά τό μέλλον δέ νοιαζόταν καθόλου.ΠΧ 144.5

    Αφού άπέκτησε τήν πατρική κληρονομιά, εφυγε τότε “εις χώραν μακράν,“—μακρυά από τό πατρικό σπίτι. Φορτωμένος χρήματα, και ελεύθερος νά κάνει ο,τι ήθελε, κολακεύεται μέ τή σκέψη ότι επί τέλους ή επιθυμία τής καρδιάς του είχε εκπληρωθεί. Τώρα πιά δέν είναι κανένας νά του πει “μήν τό κάνεις αυτό, γιατί θά σέ βλάψει, ή κάνε τοϋτο δω επειδή είναι τό σωστό.” Η κακή συναναστροφή τόν βοηθάει νά βουτηχθεϊ όλο και βαθύτερα μέσ’ τήν άμαρτία και ετσι “διεσκόρπισε τήν περιουσίαν αυτοϋ, ζών άσώτως.”ΠΧ 144.6

    Η Γραφή μιλάει γιά ανθρώπους οι όποιοι “λέγοντες ότι είναι σοφοί έμωράνθησαν” (Ρωμ. 1:22), και αυτή είναι ή περίπτωση του νεαροϋ τής παραβολής. Τά πλούτη πού τόσο εγωιστικά διεκδίκησε από τόν πατέρα του, τά κατασπατάλησε μέ τή συντροφιά άνήθικων γυναικών. Τά ώραϊα νειάτα του πήγαν χαμένα. Η πιό όμορφη ήλικία τής ζωής, ή διανοητική ζωτικότητα, τά χρυσά όνειρα τής νιότης, οι πνευματικές φιλοδοξίες, όλα καταναλώθηκαν μέσ’ τίς φλόγες των σαρκικών επιθυμιών.ΠΧ 145.1

    Μεσολαβεί ενας λιμός και άρχίζει τότε νά αισθάνεται τά τρωτά τής ένδειας. Προσκολλάται σ’ ενα χωρικό πού τόν στέλνει στά χωράφια του γιά χοιροβοσκό. Γιά εναν Ιουδαίο χειρότερο και πιό εξευτελιστικό επάγγελμα άπ’ αυτό δέν ύπάρχει. Καί ο νέος πού βαυκαλίζονταν γιά τήν ελευθερία του, κατέληξε μιά μέρα δούλος. Έπεσε στή χειρότερη μορφή τής σκλαβιάς, σφιγμένος “μέ τά σχοινία τής άμαρτίας αυτοϋ.” (Παρ. 5:22). Τά παιγνιδιάρικα, εκτυφλωτικά φώτα των ψευδαισθήσεων έσβησαν, και τό μόνο πού νοιώθει τώρα είναι τό βάρος τής άλυσίδας. Καθισμένος κατά γής στήν έρημη και λιμοκτονούσα εκείνη χώρα, μέ μοναδικούς συντρόφους τά γουρούνια, πασχίζει νά ικανοποιήσει τήν πείνα του μέ τά χαρούπια πού τάιζε στά ζώα. Απ’ όλους εκείνους τούς εύθυμους συντρόφους πού συνωστίζονταν γύρω του όταν έπλεε σέ πελάγη εύδαιμονίας, πού έτρωγαν κι’ έπιναν σέ βάρος του, δέ βρίσκεται ούτε ενας νά του κάνει συντροφιά. Πού πήγαν τώρα οι φωνασκίες και τό τρελλό ξεφάντωμα; Κωφεύοντας στή φωνή τής συνείδησης, ναρκώνοντας τά λεπτά του αισθήματα, θεωρούσε τόν εαυτό του ευτυχισμένο. Τώρα όμως μέ τό χρήμα εξανεμισμένο, μέ τήν πείνα ανικανοποίητη, μέ τήν ύπόληψη χαμένη, μέ τό ήθικό σπασμένο, μέ τή θέληση έξασθενημένη και μέ κάθε εύγενικό αϊσθημα μέσα του νεκρωμένο, είναι ο πιό άξιοθρήνητος των άνθρώπων.ΠΧ 145.2

    Τι εικόνα τής κατάντιας του άμαρτωλοϋ μάς παρουσιάζεται εδώ! Αν και τριγυρισμένος από τίς εύλογίες τής άγάπης του Θεού, ο άμαρτωλός πού ρέπει πρός τήν τρυφηλότητα και τή φιληδονία, τίποτε δέν επιθυμεί περισσότερο από του νά χωρισθεϊ από τόν Θεό. “Οπως ο άχάριστος γιός, διεκδικεϊ και αυτός όλα τά άγαθά δώρα του Θεού σάν νά του άνήκαν δικαιωματικά. Τά δέχεται σάν νά του τά χρωστούσαν, χωρίς νά δείχνει καμιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτά, χωρίς νά προσφέρει καμιά ύπηρεσία άγάπης σέ άντάλλαγμα. ‘Όπως ο Κάιν εγινε “πλανήτης και φυγάς επί τής γης,” φεύγοντας από τήν παρουσία του Κυρίου, όπως ο άσωτος περιπλανώταν “εις χώραν μακράν,” έτσι και ο άμαρτωλός ψάχνει νά βρει τήν εύτυχία στή λησμονιά του Θεού. (Ρωμ. 1:28).ΠΧ 145.3

    Όποια και αν είναι ή φαινομενική όψη τών πραγμάτων, ή κάθε έγωκεντρική ζωή είναι καταδικασμένη νά πάει χαμένη. Όποιοσδήποτε προσπαθεί νά ζήσει μακρυά από τόν Θεό χάνει τήν προσωπική του άξία. Χαραμίζει τά πολύτιμα χρόνια τής ζωής του, σπαταλάει τίς σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις και βαδίζει κατευθείαν πρός τήν αιώνια χρεωκοπία. Ο άνθρωπος πού άποχωρίζεται από τόν Θεό γιά νά τεθεϊ άποκλειστικά στήν ύπηρεσία του έαυτοϋ του, γίνεται ο σκλάβος του Μαμωνά. Η διάνοια, πού ο Θεός προόρισε γιά τή συναναστροφή μέ τούς άγγέλους, εκφυλίζεται μέ τήν ικανοποίηση των γήινων και κτηνωδών ενστίκτων. Αύτό τό τέλος εχει ή λατρεία του εγώ.ΠΧ 146.1

    Άν εχετε διαλέξει αυτού του εϊδους τή ζωή, τότε τό ξέρετε ότι ξοδεύετε χρήματα χωρίς νά τρέφεσθε και κοπιάζετε χωρίς νά ικανοποιείσθε. ‘Έρχονται στιγμές όπου νοιώθετε τήν κατάντια σας. ‘Ολομόναχοι, στή μακρυνή τή χώρα συναισθάνεσθε τή δυστυχία σας και φωνάζετε μεσ’ τήν άπόγνωσή σας: “Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ· τίς θέλει μέ ελευθερώσει από του σώματος του θανάτου τούτου;” (Ρωμ. 7:24). Τά έπόμενα λόγια του προφήτη εκφράζουν μιά παγκόσμια άποδειγμένη άλήθεια: “Επικατάρατος ο άνθρωπος όστις ελπίζει επί άνθρωπον και κάμνει σάρκα τόν βραχίονα αυτοϋ και του όποιου ή καρδία άπομακρύνεται από του Κυρίου. Διότι θέλει εισθαι ώς ή άγριομυρίκη εν έρήμω, και δέν θέλει ιδεΐ όταν ελθη τό άγαθόν άλλά θέλει κατοικεί τόπους ξηρούς εν έρήμω, γήν άλμυράν και άκατοίκητον.” (Ίερ. 17:5-6). Ο Θεός “άνατέλλει τόν ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και άδικους.” (Ματθ. 5:45). οι άνθρωποι όμως έχουν τόν τρόπο τους νά άπομακρύνονται και άπ’ τόν ήλιο και άπ’ τή βροχή. Καί ενώ ο ‘Ήλιος τής Δικαιοσύνης λάμπει γύρω μας και βροχηδόν οι εύλογίες τής χάρης πέφτουν ελεύθερα γιά όλους, παρ’ όλα αυτά είναι δυνατόν εμείς, ζώντας αποχωρισμένοι από τόν Θεό, νά κατοικούμε σέ “τόπους ξηρούς εν έρήμω, γήν άλμυράν και άκατοίκητον.”ΠΧ 146.2

    Η θεϊκή αγάπη και τότε άκόμη λαχταράει γιά κείνον πού προτιμάει νά ζεΐ χωρισμένος από τόν Θεό και κινητοποιεί όλες τίς δυνάμεις γιά νά τόν φέρει πίσω στό σπίτι του Πατέρα. Μέσα στή μεγάλη του εξαθλίωση, ο άσωτος γιός “ήλθεν εις έαυτόν.” Η μαγική επιρροή πού ο Σατανάς άσκοϋσε πάνω του εσπασε. Κατάλαβε ότι όλη του ή συμφορά ήταν τό άποτέλεσμα τής τρέλλας του και είπε: “Πόσοι μισθωτοί του πατρός μου περισσεύουσιν άρτον, και εγώ χάνομαι ύπό τής πείνης. Σηκωθείς θέλω ύπάγει πρός τόν Πατέρα μου.” Μέσα στή δυστυχία του ο άσωτος ξαναβρήκε τήν ελπίδα στή βεβαιότητά πού είχε γιά τήν αγάπη του πατέρα. Αύτή ή αγάπη ήταν πού τόν τραβούσε πίσω στό σπίτι. Έτσι και ή βεβαιότητα γιά τήν αγάπη του Θεού ώθεϊ τόν άμαρτωλό νά επιστρέφει σ’ Αύτόν. “Η χρηστότης του Θεού σέ φέρει εις μετάνοιαν.” (Ρωμ. 2:4). Η μακροθυμία και ή εύσπλαχνία τής θεϊκής άγάπης περιβάλλει σάν χρυσή άλυσίδα κάθε ψυχή πού βρίσκεται σέ κίνδυνο. Ο Κύριος δηλώνει: “Σέ άγάπησα άγάπησιν αιώνιον· διά τούτο σέ είλκυσα μέ ελεος.” (Ίερ. 31:3).ΠΧ 147.1

    Ο γιός άποφασίζει νά ομολογήσει τήν ένοχή του. Θά πάει στόν πατέρα του και θά του πει: “Πάτερ, ήμαρτον εις τόν ούρανόν και ενώπιον σου και δέν είμαι πλέον άξιος νά όνομασθώ υιός σου.” Καί θά πρόσθετε—πράγμα πού δείχνει πόσο λίγο καταλάβαινε τήν αγάπη του πατέρα του—“Κάμε με ώς ενα τών μισθωτών σου.”ΠΧ 147.2

    Παρατώντας γουρούνια και χαρούπια, ο νέος τραβάει γιά τό πατρικό σπίτι. Τρέμοντας από τήν άδυναμία και πεθαίνοντας από τήν πείνα, σβαρνίζεται στό δρόμο. Δέν εχει πανωφόρι γιά νά σκεπάσει τά κουρέλια του. Αλλ’ ή μιζέρια νίκησε τήν περηφάνεια του και σπεύδει τώρα νά ζητιανέψει τή θέση του δούλου εκεϊ όπου άλλοτε ήταν αυτός τό άρχοντόπαιδο.ΠΧ 147.3

    Οταν δρασκέλιζε γιά τελευταία φορά τό κατώφλι του πατρικού σπιτιού, ούτε καν σκεπτόταν ο καταχαρούμενος και άμέριμνος εκείνος νέος τήν άγωνία και τήν ψυχική οδύνη πού προκαλούσε στήν καρδιά του πατέρα. Όταν χόρευε και διασκέδαζε μέ τούς έκλυτους φίλους του, ούτε σκεπτόταν τή λύπη στήν όποία είχε βυθίσει τό σπίτι του. Καί τώρα, όταν μέ άργά, σβαρνισμένα βήματα ακολουθεί τό δρόμο τής επιστροφής, δέν εχει τήν παραμικρή ιδέα ότι κάποιος ξημεροβραδυάζεται καρτερώντας τό γυρισμό του. Αλλ’ ενώ “άπεϊχεν έτι μακράν” ο πατέρας τόν γνώρισε, επειδή τά μάτια τής άγάπης βλέπουν πολύ μακρυά. Ούτε αυτή άκόμη ή σφραγίδα τής μακρόχρονης άμαρτωλής ζωής δέν κατόρθωσε νά τόν παραλλάξει στά μάτια του πατέρα. Καί “έσπλαχνίσθη- και δραμών έπέπεσεν επί τόν τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν” σ’ ενα παρατεταμένο, σφιχτό και τρυφερό εναγκαλισμό.ΠΧ 147.4

    Ο πατέρας δέν έπιτρέπει σέ κανένα περιφρονηχικό μάτι νά χλευάσει τή μιζέρια και τά ράκη του παιδιού του. Βγάζει τόν εύρύχωρο και πλούσιο μανδύα από τούς ώμους του και τόν τυλίγει γύρω από τό σκελετωμένο κορμί του γιού του πού μέ λυγμούς έκφράζει τή μεταμέλειά του: “Πάτερ, ήμαρτον εις τόν ούρανόν και ένώπιόν σου, και δέν είμαι πλέον άξιος νά όνομασθώ υίός σου.” Σφίγγοντάς τον ο πατέρας βαδίζει πλάι του και τόν φέρνει μέχρι τό σπίτι. Δέν του δίνεται κάν ή εύκαιρία νά ζητήσει τή θέση του δούλου. Γιατί είναι γιός πού θά τιμηθεί μέ ο,τι καλύτερο μπορεί νά του προσφέρει τό σπίτι και πού οι δούλοι και οι δούλες θά σεβασθούν και θά ύπηρετήσουν.ΠΧ 148.1

    Στούς ύπηρέτες του ο πατέρας διέταξε: “Φέρετε εξω τήν στολήν τήν πρώτην και ένδύσατε αυτόν, και δότε δακτυλίδιον εις τήν χείρα αυτού και ύποδήματα εις τούς πόδας. Καί φέροντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν, σφάξατε, και φαγόντες άς εύφρανθώμεν.”ΠΧ 148.2

    Τά άνήσυχα νιάτα του έκαναν πρίν τόν άσωτο νά βλέπει τόν πατέρα του αύστηρό και άλύγιστο. Πόσο διαφορετικό όμως τόν εβλεπε τώρα! Τό ίδιο και όσοι άπατώνται από τόν Σατανά, βλέπουν τόν Θεό σκληρό και άπαιτητικό. Τόν βλέπουν σά νά καραδοκεί νά κατηγορήσει και νά καταδικάσει, δίχως τήν παραμικρή διάθεση νά δεχθεί τόν άμαρτωλό ένόσω βρίσκει κάποια νόμιμη δικαιολογία γιά νά τόν κρατάει σέ άπόσταση. Τό νόμο Του τόν βλέπουν σάν περιστολή τής εύτυχίας του άνθρώπου, ενα ζυγό δυσβάστακτο από τόν όποιο πολύ θά ήθελαν νά άπαλλαγοϋν. Αντίθετα εκείνος του οποίου τά μάτια έχουν άνοιχθεϊ από τήν αγάπη του Χριστού, βλέπει τόν Θεό γεμάτον εύσπλαχνία. Δέν του φαίνεται σάν άμείλικτος, τυραννικός δεσπότης, άλλά σάν πατέρας πού λαχταράει νά σφίξει στήν άγκαλιά Του τό μετανοιωμένο Του παιδί. Μαζί μέ τόν ψαλμωδό άναφωνεϊ και ο άμαρτωλός: “Καθώς σπλαχνίζεται ο πατήρ τά τέκνα, ούτως ο Κύριος σπλαχνίζεται τούς φοβουμένους Αυτόν.” (Ψαλμ. 103:13).ΠΧ 148.3

    Η παραβολή δέν αναφέρει ούτε επιπλήξεις, ούτε σκώμματα γιά τήν άνόσια διαγωγή του άσωτου. Ο γιός νοιώθει ότι τό παρελθόν του θεωρείται συγχωρημένο και λησμονημένο· κάτι πού έσβησε γιά πάντα. Αύτό άκριβώς λέει ο Θεός στόν άμαρτωλό: “Έξήλειψα ώς πυκνήν ομίχλην τάς παραβάσεις σου, και ώς νέφος τάς άμαρτίας σου.” (Ήσ. 44:22). “Θέλω συγχωρήσει τήν άνομίαν αυτών και τήν άμαρτίαν αυτών δέν θέλω ένθυμεϊσθαι πλέον.” (Ίερ. 31:34). “Άς έγκαταλίπη ο άσεβής τήν όδόν αυτού και ο άδικος τάς βουλάς αύτοΰ· και άς έπιστρέψη πρός τόν Κύριον, και θέλει ελεήσει αυτόν· και πρός τόν Θεόν ήμών, διότι Αυτός θέλει συγχωρήσει άφθόνως.” (Ήσ. 55:7). “Έν έκείναις ταϊς ήμέραις και εν τω καιρώ έκείνω, λέγει Κύριος, ή άνομία του ‘Ισραήλ θέλει ζητηθή και δέν θέλει ύπάρχει.” (Ίερ. 50:20).ΠΧ 149.1

    Ti θαυμάσια διαβεβαίωση γιά τήν προθυμία του Θεού νά δεχθεί τόν μετανοιωμένο άμαρτωλό! Έχεις μήπως και σύ, άγαπητέ άναγνώστη, άκολουθήσει τό δικό σου δρόμο; Έχεις παραπλανηθεϊ μακρυά από τόν Θεό; Προσπάθησες νά εύωχηθεϊς μέ τούς καρπούς τής παρανομίας γιά νά νοιώσεις τελικά μόνο τή στιφάδα τους στό στόμα σου; Καί τώρα, μέ τήν περιουσία εξανεμισμένη, μέ τά μελλοντικά σχέδια κατεστραμένα και μέ τήν ελπίδα χαμένη, κάθεσαι και θλίβεσαι ολομόναχος; Τώρα ή φωνή έκείνη πού τόσον καιρό μιλούσε στήν καρδιά σου, άλλά δέν ήθελες νά τήν άκούσεις, σοϋ μιλάει καθαρά και εύδιάκριτα: “Σηκώθητε και άναχωρήσατε, διότι αϋτη δέν είναι ή άνάπαυσίς σας· επειδή έμιάνθη, θέλει σάς άφανίσει, μάλιστα έν σκληρώ άφανισμω.” (Μιχ. 2:10). Γύρισε στό σπίτι του Πατέρα σου. Αύτός σέ προσκαλεϊ και σοϋ λέγει: “Έξήλειψα ώς πυκνήν ομίχλην τάς παραβάσεις σου, και ώς νέφος τάς άμαρτίας σου· έπίστρεψον πρός Έμέ· διότι Εγώ σέ έλύτρωσα.” (Ήσ. 44:22).ΠΧ 149.2

    Μή δίνεις σημασία στίς όρμήνειες του έχθροϋ νά παραμείνεις μακρυά από τόν Χριστό μέχρι νά βελτιώσεις τήν κατάστασή σου, μέχρι νά γίνεις άρκετά καλός γιά νά μπορέσεις νά πλησιάσεις τόν Θεό. Άν περιμένεις μέχρι τότε, δέ θά ερθεις ποτέ σ’ Αύτόν. ‘Όταν ο Διάβολος σοϋ δείχνει τά ρυπαρά σου ίμάτια, έπανέλαβε τήν ύπόσχεση του Ιησού: “Τόν ερχόμενον πρός Έμέ δέν θέλω εκβάλει έξω.” (Ίωάν. 6:37). Πές στόν έχθρό ότι τό αίμα του Χριστού καθαρίζει από κάθε άμαρτία. Τήν προσευχή του Δαβίδ κάμε την και δική σου: “Ράντισόν με μέ ύσσωπον, και θέλω εισθαι καθαρός· πλϋνον με, και θέλω είσθαι λευκότερος χιόνος.” (Ψαλμ. 51:7).ΠΧ 149.3

    Σήκω και πήγαινε στόν Πατέρα σου. Αύτός θά ξεκινήσει νά σέ βρει από πολύ μακρυά άκόμη. Άν εσύ μετανοιωμένος κάνεις και ενα μόνο βήμα πρός Αύτόν, ‘Εκείνος θά σπεύσει νά σέ σφίξει στήν άγκαλιά τής άπειρης άγάπης Του. Τό αύτί Του πάντα συλλαμβάνει τήν κραυγή τής συντριμμένης καρδιάς. ‘Αναγνωρίζει και αυτή άκόμη τήν πρωταρχική επιθυμία τής καρδιάς νά πλησιάσει τόν Θεό. Ποτέ προσευχή δέν προφέρθηκε όσο και διστακτική, ποτέ δάκρυ δέ χύθηκε όσο και κρυφό, ποτέ ειλικρινής επιθυμία δέν εκδηλώθηκε όσο και καλυμμένη, χωρίς νά ληφθεϊ ύπόψη από τό Πνεύμα του Θεού. Καί πρίν άκόμη προφερθεϊ ή προσευχή, ή εκδηλωθεί ή έπιθυμία τής καρδιάς, ή χάρη του Χριστού ξεκινάει γιά ν’ άπαντήσει τή χάρη πού εργάζεται μέσ’ τήν άνθρώπινη καρδιά.ΠΧ 150.1

    Ο ούράνιος Πατέρας σου θά άφαιρέσει από πάνω σου τά μολυσμένα από τήν άμαρτία ρούχα. Στήν όμορφη παραβολική προφητεία του Ζαχαρία, ο ‘Ιησούς, ο άρχιερέας πού στέκεται μπροστά στόν άγγελο ντυμένος ρούχα ρυπαρά, συμβολίζει τόν άμαρτωλό. Καί ο Κύριος τότε λέγει: “Αφαιρέσατε τά ίμάτια τά ρυπαρά άπ’ αυτού· και πρός αυτόν είπεν, ‘Ιδού άφήρεσα από του τήν άνομίαν σου και θέλω σέ ένδύσει ίμάτια λαμπρά ... Καί επέθεσαν τήν μίτραν τήν καθαράν επί τήν κεφαλήν αυτού και ένέδυσαν αυτόν ίμάτια.” (Ζαχ.3:4-5). ‘Έτσι θά ντύσει και σένα ο Θεός μέ “ίμάτιον σωτηρίας.” (Ήσ. 61:10). “Καί άν έκείτεσθε έν μέσω εστίας, όμως θέλετε είσθαι ώς πτέρυγες περιστεράς περιηργυρωμένης, και τής όποίας τά πτερά είναι περικεχρυσωμένα από κίτρινου χρυσίου.” (Ψαλμ. 68:13).ΠΧ 150.2

    Θά σέ οδηγήσει μέσα στήν αϊθουσα του συμποσίου Του και θά σέ περιβάλλει μέ τή σημαία τής άγάπης Του. (Ασμα 2:4). “‘Εάν περιπατήσης έν ταϊς όδοΐς Μου,” σοϋ λέγει, “θέλω σοι δώσει νά περιπατής μεταξύ τών ένταϋθα ισταμένων” (Ζαχ. 3:7), μάλιστα μεταξύ τών άγγέλων πού περιβάλλουν τό θρόνο Του.ΠΧ 150.3

    “Καθώς ο νυμφίος εύφραίνεται εις τήν νύμφην, ούτως ο Θεός σου θέλει εύφρανθή εις σέ.” (Ήσ. 62:5). “Θέλει σέ σώσει, θέλει εύφρανθή έπί σέ έν χαρά, θέλει άναπαύεσθαι εις τήν άγάπην Αύτοϋ, θέλει εύφραίνεσθαι εις σέ έν άσμασι.” (Σοφ.3:17). Καί ο ούρανός και ή γή ομόφωνα θά ψάλλουν τόν ύμνο τής χαράς μαζί μέ τόν Πατέρα: “Ούτος ο υίός Μου νεκρός ήτο και άνέζησε, και άπολωλός ήτο και εύρέθη.”ΠΧ 150.4

    Μέχρι τό σημείο αύτό τής παραβολής του Σωτήρα καμιά παρατονία δέ μεσολαβεί γιά νά χαλάσει τήν άρμονικότητα τής χαρούμενης αύτής σκηνής. Έδώ όμως ο Χριστός παρεμβάζει ενα καινούργιο σχοιχείο. Οταν ο άσωτος έπέστρεψε στό σπίτι, ο μεγαλύτερος γιός “ήτο ... έν τώ άγρώ· και καθώς έρχόμενος έπλησίασεν εις τήν οικίαν, ήκουσε συμφωνίαν και χορούς, και προσκαλέσας ένα τών δούλων, ηρώτα τί είναι ταύτα. Ο δέ είπε πρός αύτόν ότι ο άδελφός σου ήλθε· και έσφαξεν ο πατήρ σου χόν μόσχον τόν σιτευτόν, διότι άπήλαυσεν αύτόν ύγιαίνοντα. Καί ώργίσθη και δέν ήθελε νά εισέλθη.” Ο μεγαλύτερος αύτός άδελφός δέν είχε συμμερισθεί τήν άγωνία και τά ξενύχτια του πατέρα γιά τό χαμένο παιδί τής οικογένειας. Γ’ αύτό ούτε και τή χαρά του πατέρα συμμερίζεται γιά τό γυρισμό του περιπλανόμενου. Ο χαρούμενος άντίλαλος τής εύωχίας δέν προξενεί τήν παραμικρή χαρά στήν καρδιά του. Ζητάει νά πληροφορηθεϊ από ένα δούλο γιά ποιό λόγο τό γλέντι. Η άπάντηση πού παίρνει τόν γεμίζει μέ ζήλεια. Δέν θέλει οϋτε νά πατήσει στό σπίτι νά καλωσορίσει τόν χαμένο του άδελφό. Τό άναπάντεχο ενδιαφέρον γιά τόν άσωτο, τό πήρε σάν προσωπική προσβολή.ΠΧ 151.1

    'Όταν ο πατέρας βγήκε έξω γιά νά τόν κάνει νά λογικευθεί, όλη ή περηφάνεια και ή κακία τού χαρακτήρα του φανερώθηκαν. Αρχισε νά μιλάει γιά τή δική του τή ζωή κάτω από τήν πατρική στέγη σάν μιά άχαρη ρουτίνα σκληρής δουλειάς χωρίς καμιά άπολαβή. Καί συνέχισε κάνοντας μιά θλιβερή σύγκριση μέ τά άστοχα χατήρια πρός τιμή του άσωτου πού ξαναγύρισε. Δίνει στόν πατέρα του νά καταλάβει πώς αύτός δούλευε σάν σκλάβος και όχι σά γιός. Άντί νά αίσθάνεται πραγματική χαρά ότι βρίσκονταν κοντά στόν πατέρα του, ή σκέψη του πήγαινε στό κέρδος πού έπρεπε νά του έχει άποδώσει ή περιορισμένη του ζωή. Τά λόγια του δείχνουν ότι αύτός ήταν ο άποκλειστικός λόγος γιά τόν όποιο είχε παραμείνει μακρυά από τή ζωή τής άμαρτίας. Τώρα όμως, άν πρόκειται τούτος δώ ο άδελφός του νά μοιρασθεϊ μ’ αύτόν τά άγαθά του πατέρα, ο μεγαλύτερος γιός θεωρεί τόν έαυτό του άδικημένο. Μνησικακεϊ τόν άδελφό του γιά όλες τίς τιμές πού τού γίνονται. Δείχνει μέ κάθε τρόπο πώς άν ήταν αύτός στή θέση τού πατέρα, δέν θά είχε δεχθεί πίσω τόν άσωτο. Ούτε καν τόν άναγνωρίζει γιά άδελφό, άλλά άπευθυνόμενος στόν πατέρα, του λέει ψυχρά “ο γιός σου.”ΠΧ 151.2

    Παρόλα αΰτά ο πατέρας του φέρεται μέ τρυφερότητα: “Τέκνον,” λέγει, “σύ πάντοτε μετ’ εμού είσαι· και πάντα τά έμά σά είναι.” ‘Όλα αυτά τά χρόνια τής άπόκληρης ζωής του άδελφοϋ σου, εσύ δέν είχες τό προνόμιο νά βρίσκεσαι κοντά μου;ΠΧ 152.1

    Κάθε τι πού θά μπορούσε νά συντελέσει στήν εύτυχία τών παιδιών του ήταν στήν άπεριόριστη διάθεσή τους. Ο γιός δέν χρειάζονταν νά στενοχωρεΐται οϋτε γιά δώρα οϋτε γι’ άμοιβές. “Πάντα τά έμά σά είναι.” Πίστευε μόνο στήν αγάπη μου και εξακολούθησε νά άπολαβαίνεις τά δώρα πού σοϋ προσφέρονται άπεριόριστα.ΠΧ 152.2

    Ο ένας γιός είχε γιά ένα διάστημα άποξενωθεΐ από τήν οικογένεια, μή μπορώντας νά διακρίνει τήν αγάπη του πατέρα. Τώρα όμως έπέστρεψε και τό φουσκωμένο κύμα τής χαράς σάρωνε κάθε θλιβερή σκέψη. “Ο άδελφός σου ούτος νεκρός ήτο και άνέζησε· και άπολωλός ήτο και εύρέθη.”ΠΧ 152.3

    'Αναγνώρισε ποτέ ο μεγαλύτερος άδελφός τήν άχαριστία και τήν κακία τής ψυχής του; Μπόρεσε νά παραδεχθεί ότι παρόλο πού ο άδελφός του φέρθηκε άσχημα, έξακολουθοϋσε πάντοτε νά είναι άδελφός του; Μετάνοιωσε τελικά γιά τή ζήλεια του και τήν σκληροκαρδία του; Ο Χριστός δέν λέγει τίποτε πάνω σ’ αυτό. Επειδή ή παραβολή ήταν έφαρμόσιμη στίς μέρες τους, οι άκροατές θά άπεφάσιζαν οι ίδιοι ποιά έκβαση θά έδιναν σ’ αυτή.ΠΧ 152.4

    Ο πρεσβύτερος γιός παριστάνει τούς άμετανόητους Ιουδαίους τής έποχής του Χριστού, καθώς έπίσης και τούς Φαρισαίους τής κάθε έποχής, πού εξακολουθούν νά βλέπουν μέ περιφρόνηση όσους θεωρούν σάν χελώνες και άμαρτωλούς. Επειδή οι ίδιοι δέν έχουν φθάσει στά άκρα τής φαυλότητας, έχουν μεστωθεί μέ τήν αύτοδικαίωσή τους. Ο Χριστός άντιμετώπισε τούς ύποκριτέςαυτούς πάνω στό δικό τους έδαφος. ‘Όπως ο μεγαλύτερος γιός τής παραβολής, άπολάβαιναν και αύτοί ιδιαίτερα προσόντα από τόν Θεό. Ίσχυρίζονταν ότι ήταν οι γιοί στό σπίτι του πατέρα, άλλά κατέχονταν από πνεύμα δουλικό. Δέν έργάζονταν από αγάπη άλλ’ άποβλέποντας στήν άνταμοιβή. Στά μάτια τους ο Θεός ήταν ένας σκληρός έπόπτης έργασίας. ‘Έβλεπαν τόν Χριστό νά προσκαλεϊ τούς τελώνες και τούς άμαρτωλούς νά δεχθούν ελεύθερα τή δωρεά τής χάρης Του,—δωρεά πού οι ραββΐνοι έπεδίωκαν νά άποκτήσουν μόνο καταβάλλοντας κόπους και έπιτίμια,—και θίγονταν γι’ αυτό. Η έπιστροφή του άσωτου πού πλημμύριζε τήν καρδιά του Πατέρα μέ χαρά, σ’ αυτούς μόνο αισθήματα ζήλειας δημιουργούσε.ΠΧ 152.5

    Στήν παραβολή ή συγκινητική έπίπληξη του πατέρα πρός τόν μεγαλύτερο γυιό συμβολίζει τή στοργική έκκληση του ούρανοϋ πρός τούς Φαρισαίους. “Πάντα τά έμά σά είναι,” όχι σάν μισθός, άλλά σάν δώρο. ‘Όπως ο άσωτος έτσι και σείς πρέπει νά τά δεχθείτε μόνο σάν τή δωρεάν άπονομή της άγάπης του Θεού χωρίς νά τή δικαιούσθε.ΠΧ 153.1

    Η αύτοδικαίωση όχι μόνο όδηγεϊ τούς άνθρώπους νά σχηματίσουν μιά έσφαλμένη άντίληψη γιά τό Θεό, άλλ’ επί πλέον τούς κάνει ψυχρούς και έπικριτικούς έναντι τών άδελφών τους. Κινούμενος άπ’ τόν εγωισμό και τή ζηλοφθονία του, ο μεγαλύτερος γιός παρακολουθούσε κατά πόδι τόν άδελφό του, σχολιάζοντας κάθε του κίνηση και κατηγορώντας τον γιά τό παραμικρό ελάττωμα. Άνεκάλυπτε όλα του τά λάθη και μεγαλοποιούσε κάθε του παράπτωμα. Μ’ αυτόν τόν τρόπο προσπαθούσε νά δικαιολογηθεί γιά τό δικό του πνεύμα πού δέν ήθελε νά ξέρει από συγχώρηση. Πολλοί σήμερα κάνουν άκριβώς τά ϊδια. Ένώ μιά ψυχή καταβάλλει τίς πρώτες άπεγνωσμένες προσπάθειες παλεύντας ένάντια στό ορμητικό ρεύμα τών πειρασμών, αύτοί στέκονται δίπλα τους ισχυρογνώμονες, άδιάλλακτοι, κακόβουλοι, έπικριτικοί. Μπορεϊ νά λένε ότι είναι παιδιά του Θεού, άλλ’ έξωτερικεύουν πνεύμα σατανικό. Μέ τή συμπεριφορά τους έναντι τών άδελφών τους, οι κατήγοροι αύτοί τοποθετούνται μόνοι τους σ’ ένα τέτοιο μέρος όπου ο Θεός δέν μπορεί νά τούς εύνοήσει μέ τό φώς της παρουσίας Του.ΠΧ 153.2

    Πολλοί διαρκώς διερωτώνται: “Μέ τί θέλω έλθει ενώπιον του Κυρίου, νά προσκυνήσω ενώπιον του ύψίστου Θεού; Θέλω έλθει ενώπιον Αύτοϋ μέ ολοκαυτώματα, μέ μόσχους ενιαυσίους; Θέλει ευαρεστηθή ο Κύριος εις χιλιάδας κριών η εις μυριάδας ποταμών ελαίου;” Άλλ’ “Αύτός σοί έδειξεν, άνθρωπε, τί τό καλόν· Καί τί ζητεί ο Κύριος παρά σοϋ είμή νά πράττης τό δίκαιον και νά άγαπάς έλεος και νά περιπατής ταπεινώς μετά του Θεού σου;” (Μιχ. 6:6-8).ΠΧ 153.3

    Η ύπηρεσία πού ο Θεός διάλεξε είναι, “τό νά λύης τούς δεσμούς της κακίας, τό νά διαλύης τά βαρέα φορτία και τό νά άφίνης ελευθέρους τούς καταδεδυναστευμένους· και τό νά συντριβής πάντα ζυγόν ... και νά μή κρύπτης σεαυτόν από της σαρκός σου.” (Ήσ. 58:6-7).ΠΧ 153.4

    'Όταν βλέπεις ότι και σύ δέν είσαι παρά ένας άμαρτωλός του οποίου η σωτηρία αποκλειστικά όφείλεται στήν αγάπη του ουράνιου Πατέρα, τότε θά νοιώσεις πραγματικό οίκτο γι’ αυτούς πού βασανίζονται άκόμη μέσ’ τήν άμαρτία. Ποτέ πιά δέν θ’ άντικρύζεις τή δυστυχία και τή μεταμέλεια τών άλλων μέ πνεύμα φθονερό και έπικριτικό. “Οταν ο πάγος του εγωισμού λυώσει στήν καρδιά σου, θά κατέχεσαι και σύ από τά συμπαθητικά αισθήματα του Θεού και θά συμμερίζεσαι τή χαρά Του γιά τή σωτηρία τών χαμένων ψυχών.ΠΧ 153.5

    'Ισχυρίζεσαι στ’ άλήθεια ότι είσαι ένα παιδί του Θεού. Άν όμως ο ισχυρισμός είναι βάσιμος, τότε είναι “άδελφός σου” έκεϊνος πού “νεκρός ητο και άνέζησε· και άπολωλός ήτο και εύρέθη.” Είναι δεμένος μαζί σου μέ τό στενότερο δεσμό πού ύπάρχει, άφού ο Θεός τόν άναγνωρίζει γιά γυιό Του. Άν δέν άναγνωρίζεις τή συγγένεια πού σέ συνδέει μ’ αυτόν, τότε δείχνεις ότι δέν είσαι παρά μισθωτός του σπιτιού και όχι γνήσιο τέκνο τής οικογένειας του Θεού.ΠΧ 154.1

    Μπορεϊ εσύ νά μή παρευρεθεϊς στά γιορτάσιμα καλωσορίσματα τών χαμένων άδελφών σου· οι εκδηλώσεις όμως τής χαράς δέν πρόκειται νά σταματήσουν. οι άποκαταστημένες ψυχές θά πάρουν τή θέοη τους πλάι στόν Θεό και στό Πατρικό Του έργο. Εκείνος πού του συγχωρήθηκε πολύ, άγαπάει και πολύ. Άλλά σύ θά μείνεις στό σκότος τό εξώτερο. ‘Επειδή “όστις δέν άγαπά, δέν έγνώρισε τόν Θεόν διότι ο Θεός είναι αγάπη.” (Α’ Ίωάν. 4:8).ΠΧ 154.2

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents