Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents
Οι Παραβολές του Χριστού - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφαλαιο 18: Στουσ δρομουσ και στα φραγματα

    Η Παραβολή: Λουκ. 14:1,12-24.

    Ο Σωτήρας είχε προσκληθεί στό γεύμα ενός Φαρισαίου. Δέχονταν προσκλήσεις από πλούσιους και φτωχούς και, κατά τή συνήθειά Του, επωφελούμενος από τήν έκάστοτε σκηνή μπροστά Του, παρουσίαζε τά διδάγματά Του τής άλήθειας. Στήν ‘Εβραϊκή ζωή τά ίερά συμπόσια συνδέονταν μέ όλα τά ποικίλα γεγονότα τής θρησκευτικής και εθνικής τους χαράς. Συμβόλιζαν γι’αυτούς τίς εύλογίες τής αιώνιας ζωής. Τό μεγάλο δείπνο στό οποίο θά παρακάθονταν μαζί μέ τόν Αβραάμ, τόν Ισαάκ και τόν Ιακώβ, ενώ οι εθνικοί άποκλεισμένοι θά κοίταζαν άπ’ εξω μέ μάτια λιγωμένα, άποτελοϋσε τό άγαπημένο γι’αυτούς θέμα συζήτησης. Τό μάθημα τών προειδοποιήσεων και τών σχετικών συμβουλών, πού ο Χριστός ήθελε νά διδάξει τό άπεικόνισε τή φορά αυτή μέ τήν παραβολή του μεγάλου δείπνου. Τίς εύλογίες του Θεού, τίς πρόσκαιρες όπως και τίς αιώνιες, οι Ιουδαίοι τίς θεωρούσαν άποκλειστικά δικές τους. οι εθνικοί δέν είχαν κανένα δικαίωμα συμμετοχής στήν εύσπλαχνία του Θεού. Μέ τήν παραβολή όμως ο Χριστός δίδαξε ότι άκριβώς τήν εποχή εκείνη αυτοί οι ϊδιοι άπέρριπταν τήν πρόσκληση τής εύσπλαχνίας και τήν κλήση γιά τή βασιλεία του Θεού. Έδειξε ότι ή πρόσκληση πού καταφρόνησαν, θά στέλλονταν σ’ εκείνους πού αύτοί περιφρονοϋσαν και τήν άπεχθή παρουσία τών οποίων άπέφευγαν μέ τόν ίδιο φόβο όπως και τή λέπρα.ΠΧ 161.1

    Προκειμένου νά διαλέξει ποιούς θά καλοϋσε στό γεύμα του, ο Φαρισαίος όδηγήθηκε από τά εγωιστικά Του συμφέροντα. Γι’ αυτό και ο Χριστός του είπε: “‘Όταν κάμης γεύμα ή δεϊπνον, μή προσκάλει τούς φίλους σου, μηδέ τούς άδελφούς σου, μηδέ τούς συγγενείς σου, μηδέ γείτονας πλουσίους· μήποτε και αύτοί σέ άντικαλέσωσι και γείνει εις σέ άνταπόδοσις.Αλλ’ όταν κάμνης ύποδοχήν, προσκάλει πτωχούς, βεβλαμμένους, χωλούς, τυφλούς. Καί θέλεις είσθαι μακάριος· διότι δέν εχουσι νά σοί άνταποδώσωσιν· επειδή ή άνταπόδοσις θέλει γείνει εις σέ εν τη άναστάσει τών δικαίων.”ΠΧ 161.2

    Στήν προκειμένη περίπτωση ο Χριστός έπανέλαβε τίς συμβουλές πού είχε δώσει παλαιότερα στό λαό του Ισραήλ μέσω του Μωϋση. Κατά τά ίερά τους συμπόσια ο Κύριος είχε διατάξει ότι “ο ξένος και ο ορφανός και ή χήρα, οϊτινες είναι εντός τών πυλών σου, θέλουσιν ερχεσθαι και θέλουσι τρώγει και χορταίνει.” (Δευτ. 14:29).ΠΧ 162.1

    Οι συγκεντρώσεις αυτές έπρεπε νά χρησιμεύουν σάν αντικειμενικά μαθήματα στούς Ισραηλίτες. ‘Όταν θά καταλάβαινε τή χαρά της πραγματικής φιλοξενίας, ο λαός όφειλε σ’ ολόκληρο τό χρόνο νά μεριμνάει γιά τίς άνάγκες τών φτωχών και τών άποστερημένων. οι γιορτές αυτές δίδασκαν και άλλο ενα σπουδαιότερο μάθημα. οι πνευματικές εύλογίες χορηγούμενες στόν Ισραήλ, δέν προορίζονταν γι’αυτούς μόνο. Ο Θεός τούς χορηγούσε τό ψωμί της ζωής γιά νά μπορούν νά τό μεταδίδουν στόν ύπόλοιπο κόσμο.ΠΧ 162.2

    Στήν εκπλήρωση του έργου αυτού είχαν άποτύχει, και τά λόγια του Χριστού ήταν μιά επίπληξη γιά τήν εγωιστική τους στάση. Αύτά τά λόγια ήταν δυσάρεστα γιά τούς Φαρισαίους. Ελπίζοντας νά στρέψει άλλού τή συζήτηση, ενας άπ’αυτούς, παίρνοντας επιδεικτικό ύφος εύλάβειας, φώναξε: “Μακάριος όστις φάγη άρτον εν τή βασιλεία του Θεού.” Ο άνθρωπος αυτός μιλούσε μέ μεγάλη πεποίθηση, σά νάταν σίγουρος ότι ή δική του θέση ήταν εξασφαλισμένη στή βασιλεία του Θεού. Η στάση του εμοιαζε μέ τή στάση εκείνων πού χαίρονται ότι έχουν σωθεί μέ τή χάρη του Χριστού, χωρίς νά συμμορφώνονται μέ τούς όρους τής σωτηρίας. Είχε τό ίδιο πνεύμα μέ του Βαλαάμ πού ελεγε στήν προσευχή του: “Είθε νά άποθάνω κατά τόν θάνατον τών δικαίων, και τό τέλος μου νά ήναι όμοιον μέ τό τέλος αυτού (Άριθ. 23:10) Ο Φαρισαίος δέ σκέπτονταν πρώτα άν ήταν κατάλληλος γιά τόν ούρανό, άλλά μόνο τό τί περίμενε νά άπολαύσει στόν ούρανό. Η παρατηρησή του στόχευε νά στρέψει τήν προσοχή τών συγκαθημένων στό δείπνο μακρυά από τό θέμα τών άμέσων καθηκόντων τους. Σκέπτονταν νά τούς μεταφέρει από τήν τωρινή ζωή στό άπώτερο μέλλον τής άνάστασης τών δικαίων.ΠΧ 162.3

    Ο Χριστός διάβασε τό περιεχόμενο τής καρδιάς του υποκριτή εκείνου, και καρφώνοντας τό βλέμμα επάνω του, άνέπτυξε στούς συνδαιτημόνες τόν χαρακτήρα και τήν αξία τών συγχρόνων προνομίων πού απολάβαιναν. Τούς ύπέδειξε ότι είχαν έπί του παρόντος ορισμένα καθήκοντα νά έκτελέσουν προκειμένου νά συμμετάσχουν στά εύλογημένα δικαιώματα του μέλλοντος.ΠΧ 162.4

    “Ανθρωπός τις,” είπε, “εκαμε δεΐπνον μέγα και έκάλεσε πολλούς.” Ενώ πλησίαζε ή ώρα του δείπνου, ο οικοδεσπότης εστειλε τόν δούλο του πρός τούς άναμενόμενους επισκέπτες μ’ ενα δεύτερο μήνυμα: “Έρχεσθε, επειδή πάντα είναι ήδη έτοιμα.” Άλλ’ εκείνοι εδειξαν μιά παγερή άδιαφορία. “Καί ήρχισαν πάντες μέ μίαν γνώμην νά παραιτώνται. Ο πρώτος είπε πρός αυτόν· Αγρόν ήγόρασα και εχω άνάγκην νά ελέγξω και νά ϊδω αυτόν· παρακαλώ σε εχε με παρητημένον. Καί άλλος ειπεν· ήγόρασα πέντε ζεύγη βοών και ύπάγω νά δοκιμάσω αυτά, εχε με παρητημένον. Καί άλλος είπε- γυναίκα ένυμφέφθην και διά τούτο δέν δύναμαι νά ελθω.”ΠΧ 163.1

    Καμιά από τίς δικαιολογίες αύτές στηρίζονταν σέ μιά πραγματικά επείγουσα άνάγκη. ‘Εκείνος πού είπε ότι επρεπε νά πάει νά ελέγξει τό χωράφι του, τό είχε ήδη άγοράσει. Η βιασύνη του νά πάει νά τό δει όφείλονταν στό γεγονός ότι τό ενδιαφέρον του είχε άπορροφηθεϊ από τήν άγορά πού είχε κάνει. Τά βόδια επίσης είχαν άγορασθεϊ. Τό δοκίμασμά τους άπέβλεπε μόνο στό νά ικανοποιήσει τό ενδιαφέρον του άγοραστή. Ο τρίτος δέν είχε νά προβάλει καμιά καλύτερη δικαιολογία. Τό γεγονός ότι ο καλεσμένος αυτός είχε παντρευτεί, δέν άπέκλειε τήν παρουσία του από τό δείπνο. Μπορούσε κάλλιστα νά πάρει και τή γυναίκα του μαζί. Αλλ’ είχε τά δικά του σχέδια ψυχαγωγίας και αυτά τόν ένδιέφεραν περισσότερο από τό δείπνο στό όποιο ειχε ύποσχεθεΐ νά παρευρεθεϊ. Ειχε μάθει νά βρίσκει εύχαρίστηση σέ μιά συντροφιά διαφορετική από εκείνη του οικοδεσπότη. Δέν ζήτησε κάν συγνώμη, ούτε εδειξε τή στοιχειώδη εύγένεια γιά νά δικαιολογήσει τήν άρνησή του. Τό “δέν μπορώ νά ερθω” ίσοδυναμοϋσε μέ τήν καλυμμένη άλήθεια, “δέν εχω καμιά διάθεση νά’ ρθω.”ΠΧ 163.2

    Ολες αύτές οι δικαιολογίες προδίδουν ενα προκατειλημμένο πνεύμα. οι άναμενόμενοι εκείνοι επισκέπτες είχαν άπορροφηθεϊ καθολοκληρία από άλλου είδους ενδιαφέροντα. Τήν πρόσκληση πού είχαν ύποσχεθεΐ νά δεχθούν τήν έβαλαν κατά μέρος και ή άδιαφορία τους αυτή πρόσβαλε τόν γενναιόψυχο φίλο τους.ΠΧ 163.3

    Μέ τό μεγάλο δείπνο ο Χριστός παριστάνει τίς εύλογίες πού μάς προσφέρει τό εύαγγέλιο. Η προμήθεια γιά τό γεϋμα δέν ήταν τίποτε λιγότερο από τόν ίδιο τόν Χριστό. Αύτός είναι τό ψωμί πού κατεβαίνει άπ’ τόν ούρανό και άπ’ Αύτόν πηγάζουν τά ρεύματα τής σωτηρίας. οι άπεσχαλμένοι του Κυρίου είχαν έξαγγείλει στούς ‘Ιουδαίους τόν ερχομό του Σωτήρα. Υπέδειξαν ότι ο Χριστός ήταν “ο Αμνός του Θεού ο αίρων τήν άμαρτίαν του κόσμου.” (Ίωάν. 1:29). Στό δείπνο πού προετοίμασε, ο Θεός τούς πρόσφερε τό πολυτιμότερο δώρο πού μπορούσε νά χορηγήσει ο ούρανός—ένα δώρο άνυπολόγιστης άξίας. Η αγάπη του Θεού είχε προνοήσει γιά τό πολυέξοδο δείπνο και τό είχε έφοδιάσει μέ προμήθειες άνεξάντλητες. “Έάν τις φάγη έκ τούτου του άρτου,” είπε ο Χριστός, “θέλει ζήσει εις τόν αιώνα.” (Ίωάν. 6:51).ΠΧ 164.1

    Γιά νά δεχθούν όμως τήν πρόσκληση του εύαγγελικοϋ συμποσίου, οι Ιουδαίοι έπρεπε νά θεωρήσουν τά κοσμικά τους συμφέροντα ύποτακτικά στό μεγάλο σκοπό τής άποδοχής του Χριστού και τής δικαιοσύνης Του. Ο Θεός πρόσφερε τά πάντα γιά τό καλό του άνθρώπου και τό μόνο πού ζητάει άπ’ αυτόν είναι μιά ύπηρεσία άνώτερη από κάθε πρόσκαιρο και έγωκεντρικό σκοπό. Δέν μπορεί νά δεχθεί μιά διηρημένη καρδιά. Η καρδιά ή άπορροφημένη από τά γήινα ένδιαφέροντα δέν μπορεί νά προσφερθεϊ ολοκληρωτικά στόν Θεό.ΠΧ 164.2

    Τό μάθημα ισχύει γιά κάθε έποχή. Όφείλομε νά άκολουθήσομε τό Άρνίο του Θεού οπουδήποτε πηγαίνει. Όφείλομε νά προτιμήσομε τήν καθοδήγησή Του και νά έκτιμήσομε τή συντροφιά Του πάνω από κάθε έπίγεια συναναστροφή. Ο Χριστός λέγει: “‘Όστις αγαπά πατέρα ή μητέρα ύπέρ Έμέ, δέν είναι άξιος Έμοϋ· και όστις άγαπά υίόν ή θυγατέρα ύπέρ Έμέ, δέν είναι άξιος Έμοϋ.” (Ματθ. 10:37).ΠΧ 164.3

    Γύρω άπ’ τήν οικογενειακή τάβλα, τήν ώρα πού έκοβαν τό καθημερινό ψωμί, πολλοί στήν εποχή του Χριστού έπαναλάβαιναν τά λόγια, “Μακάριος όστις φάγη άρτον έν τή βασιλεία του Θεού.” Καί όμως ο Χριστός άπέδειξε πόσο ήταν δυσεύρετοι οι καλεσμένοι στό πανάκριβο έκεϊνο τραπέζι. Αυτοί πού άκουγαν τά λόγια Του ήξεραν ότι περιφρονούσαν τήν πρόσκληση τής εύσπλαχνίας. Ήταν άπορροφημένοι από τήν περιουσία τους, τά πλούτη τους και τίς άπολαύσεις τους. Ομόφωνα όλοι τούς είχαν βρει τίς δικαιολογίες τους.ΠΧ 164.4

    Αύτό συμβαίνει και σήμερα. οι προφάσεις γιά την άρνηση της πρόσκλησης του δείπνου καλύπτουν ολόκληρο τόν τομέα τών προφάσεων γιά τήν άρνηση τής άποδοχής του εύαγγελίου. οι άνθρωποι ομολογούν ότι δέν μπορούν νά διακυβεύσουν τά σχέδια τής ζωής τους γιά νά δώσουν προσοχή στίς άξιώσεις του εύαγγελίου. Θεωρούν τά πρόσκαιρα συμφέροντά τους πολυτιμότερα από τά αιώνια. Αυτές οι ίδιες οι εύλογίες πού άπολαβαίνουν από τόν Θεό γίνονται εμπόδιο και άποχωρίζουν τήν ψυχή τους από τόν Δημιουργό και Λυτρωτή τους. Μή θέλοντας νά ενοχληθούν στίς πρόσκαιρες επιδιώξεις τους, άπαντούν στόν άγγελιοφόρο τής θεϊκής εύσπλαχνίας: “Κατά τό παρόν ύπαγε, και όταν λάβω καιρόν θέλω σέ μετακαλέσει.” (Πραξ. 29:25). “Αλλοι προβάλλουν τίς δυσκολίες τίς όποιες θά ύποστοϋν οι κοινωνικές τους σχέσεις άν αύτοί άνταποκριθοϋν στήν έκκληση του Θεού. Λένε ότι δέν μπορούν νά διακινδυνεύσουν τίς άρμονικές τους σχέσεις μέ τούς συγγενείς και φίλους. Μέ τή στάση αυτή άποδείχνουν ότι παίζουν άκριβώς τόν ίδιο ρόλο μέ τά πρόσωπα τής παραβολής. Ο Κύριος του δείπνου θεωρεί τίς άβάσιμες δικαιολογίες τους σάν περιφρόνηση τής πρόσκλησής Του.ΠΧ 165.1

    Αύτός πού είπε ότι “γυναίκα ένυμφέμφθην και δέν δύναμαι νά έλθω,” άντιπροσωπεύει μιά πολυπληθή τάξη. Δέν είναι λίγοι εκείνοι πού έπιτρέπουν στίς γυναίκες ή στούς άνδρες τους νά τούς σταθούν έμπόδιο στό νά δώσουν προσοχή στήν κλήση του Θεού. Ο άνδρας αίφνης λέει: “Δέ μπορώ νά άκολουθήσω τίς ύποδείξεις του καθήκοντος ένόσο ή γυναίκα μου άντιτίθεται. Η άντίδρασή της θά μοϋ παρουσιάσει πολύ μεγάλες δυσκολίες σ’ αυτό τό σημείο.” Η γυναίκα πάλι, άκούοντας τήν καλοκάγαθη πρόσκληση, “Έρχεσθε, επειδή πάντα είναι ήδη έτοιμα,” άπαντάει: “Εχε με παρητημένην,” ο άνδρας μου δέ θέλει νά δεχθεί τήν πρόσκληση του ελέους. Λέει όχι έμποδίζεται από τή δουλειά του. Πρέπει νά πάω μέ τό μέρος του άνδρός μου· επομένως δέν μπορώ νά έρθω.” οι καρδιές τών παιδιών επηρεάζονται εύκολότερα. Τά παιδιά θέλουν νά έρθουν. Άλλ’ άγαποϋν τόν πατέρα τους και τή μητέρα τους· και άφοϋ εκείνοι δέ δίνουν προσοχή στήν κλήση του εύαγγελίου, τά παιδιά νομίζουν ότι δέν είναι ύποχρεωμένα νά έρθουν. Έτσι λένε και αυτά, “Εχε με παρητημένον.”ΠΧ 165.2

    Ολοι αύτοί άπαξιοϋν νά δεχθούν τήν πρόσκληση του Σωτήρα από φόβο μήπως προκαλέσουν τή διάσπαση του οικογενειακού κύκλου. Μέ τό νά άρνούνται νά συμμορφωθούν μέ τίς άπαιτήσεις του Θεού, νομίζουν ότι έχουν εξασφαλισμένη τήν οικογενειακή γαλήνη και εύημερία. Αλλά πλανώνται. Όσοι σπέρνουν τόν εγωισμό, τόν εγωισμό θά θερίσουν. Άπορρίπτοντας τήν αγάπη του Χριστού, άπορρίπτουν τό μόνο μέσο πού μπορεί νά εξασφαλίσει τήν άγνότητα και σταθερότητα της άνθρώπινης άγάπης. Οχι μόνο θά χάσουν τόν ούρανό, άλλά στήν ούσία δέ θά άπολαύσουν οϋτε τά πράγματα εκείνα χάρη τών οποίων θυσίασαν τόν ούρανό.ΠΧ 165.3

    Ο οίκοδεσπότης της παραβολής πληροφορεϊται πώς φέρθηκαν στήν πρόσκλησή του και “όργισθείς ... είπε πρός τόν δοϋλον αυτού· εξελθε ταχέως εις τάς πλατείας και τάς όδούς της πόλεως και είσάγαγε εδώ τούς πτωχούς και βεβλαμμένους και χωλούς και τυφλούς.”ΠΧ 166.1

    Στρέφεται τότε ο οίκοδεσπότης από τούς καταφρονητές εκείνους της μεγαλοδωρίας του και προσκάλει μιά τάξη άνθρώπων τής άνάγκης πού οϋτε σπίτια, οϋτε χωράφια είχαν στήν κατοχή τους. Προσκάλεσε τούς πτωχούς και τούς πεινασμένους πού θά έκτιμούσαν τά παρατιθέμενα άγαθά. “οι τελώναι και αί πόρναι,” είπε ο Χριστός, “ύπάγουσι πρότερον ύμών εις τήν βασιλείαν του Θεού.” (Μαχθ. 21:31). Όσο εξαθλιωμένα και αν ζούν ορισμένα κατώτερα στρώματα τής κοινωνίας τά οποία οι άνθρωποι βδελύττονται και άποστρέφονται, ο Θεός δέν τά θεωρεί ποτέ τόσο άνάξια και εξαχρειωμένα ώστε νά μή στρέψει τήν προσοχή και τήν αγάπη Του σ’ αυτά. Ο Χριστός λαχταράει νά βλέπει άνεμοδαρμένες, ταλαιπωρημένες, καταδυνασχευμένες άνθρώπινες ύπάρξεις νά ερχονται σ’ Αύτόν. Λαχταράει νά τούς δώσει τό φώς, τή χαρά και τήν ειρήνη πού δέ βρίσκονται πουθενά αλλοϋ. οι χειρότεροι άμαρτωλοί γίνονται τά άντικείμενα τής βαθειάς και πραγματικής εύσπλαχνίας και άγάπης Του. Στέλλει τό Πνεύμα Του τό Αγιο γία νά τούς περιβάλει μέ τρυφερότητα, προσπαθώνχας νά χούς έλκύσει κοντά Του.ΠΧ 166.2

    Ο ύπηρέτης πού εμπασε στό σπίτι τούς φτωχούς και τούς τυφλούς άνέφερε στόν κύριό του: “Έγεινεν ως προσέταξας, και είναι ετι τόπος. Καί ειπεν ο Κύριος πρός τόν δοϋλον Έξελθε εις τάς όδούς και φραγμούς και άνάγκασον νά είσέλθωσι, διά νά γεμισθή ο οικος μου.” ‘Εδώ ο Χριστός ύπονοεϊ τό εργο του εύαγγελίου εξω από τά όρια του Ιουδαϊσμού, “εις τάς πλατείας και τάς οδούς” του κόσμου.ΠΧ 166.3

    Πειθήνιοι σ’ αυτή τήν εντολή ο Παύλος και ο Βαρνάβας δήλωσαν στούς ‘Εβραίους: “Εις εσάς πρώτον ήτο άναγκαϊον νά λαληθή ο λόγος του Θεού· άλλ’ επειδή άπορρίπτετε αυτόν και δέν κρίνετε εαυτούς άξιους τής αιωνίου ζωής, ιδού, στρεφόμεθα εις τά έθνη διότι ούτω προσέταξεν ημάς ο Κύριος, λέγων· Σέ εθεσα φώς τών εθνών διά νά ήσαι πρός σωτηρίαν εως εσχάτου τής γής. Καί οι εθνικοί άκούσαντες εχαιρον και έδόξαζον τόν λόγον του Κυρίου και έπίστευσαν όσοι ήσαν ορισμένοι διά τήν αιώνιον ζωήν.” (Πράξ. 13:46-48).ΠΧ 167.1

    Τό εύαγγελικό μήνυμα πού κήρυξαν οι μαθητές Τού Χριστού γνωστοποιούσε τήν πρώτη παρουσία Του στόν κόσμο. ‘Εφερνε στούς άνθρώπους τήν άγαθή άγγελία τής σωτηρίας μέσο τής πρός Αύτόν πίστης. Τόνιζε τή δευτέρα ένδοξη παρουσία Του γιά τήν άπολύτρωση του λαού Του και πρόσφερε στόν κόσμο τήν ελπίδα νά γίνουν, μέσω τής πίστης και ύπακοής, συγκληρονόμοι τών αγίων. Τό διάγγελμα αυτό εξακολουθεί νά δίνεται στούς άνθρώπους και σήμερα, άλλά τή φορά αυτή συμπίπτει μέ τήν άγγελία ότι ή δευτέρα παρουσία του Χριστού είναι πολύ κοντά. Τά σημεία πού ο ϊδιος εδωσε γιά τήν παρουσία Του έχουν εκπληρωθεί και, σύμφωνα μέ τό λόγο του Θεού, μπορούμε νά ξέρομε ότι ο Κύριος βρίσκεται “επί τάς θύρας.”ΠΧ 167.2

    Στήν ‘Αποκάλυψη ο Ιωάννης προλέγει τή διακήρυξη του εύαγγελικού μηνύματος λίγο πρίν από τή δευτέρα παρουσία του Χριστού. Βλέπει εναν άγγελο νά πετά “εις τό μεσουράνημα όστις ειχεν εύαγγέλιον αιώνιον, διά νά κηρύξη εις πάν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν, και έλεγε μετά φωνής μεγάλης· φοβήθητε τόν Θεόν και δότε δόξαν εις Αυτόν, διότι ήλθεν ή ώρα τής κρίσως Αυτού.” (Άποκ. 14:6-7).ΠΧ 167.3

    Στήν προφητεία αυτή ή άγγελία τής κρίσης μαζί μέ τά συναφή μηνύματα πού τή συνοδεύουν ακολουθεϊται από τόν άμεσο ερχομό του Υιού του άνθρώπου στά σύννεφα του ουρανοΰ. Η διακήρυξη τής θεϊκής κρίσης εξαγγέλλει τόν ερχομό του Ιησού Χριστού σάν επικείμενο. Αυτή λοιπόν ή διπλή διακήρυξη ονομάζεται τό αιώνιο εύαγγέλιο. “Επεται μ’ αυτό ότι τό κήρυγμα τής δευτέρας παρουσίας του Χριστού, αυτή ή γνωστοποίηση τής έγγύτητάς της, αποτελεϊ τό ούσιαστικό μέρος του εύαγγελικού μηνύματος.ΠΧ 167.4

    Η Γραφή δηλώνει ότι στίς έσχατες ήμερες οι άνθρωποι θά είναι άπορροφημένοι από τίς κοσμικές μέριμνες, τίς διασκεδάσεις και τή φιλοχρηματία. Ώς πρός τίς πνευματικές άλήθειες θά έχουν ύποστεϊ τύφλωση πραγματική. Λέγει ο Χριστός: “Καθώς αί ήμέραι του Νώε, ούτω θέλει εισθαι και ή παρουσία του Υίοϋ του άνθρώπου. Διότι καθώς έν ταϊς ήμέραις ταϊς πρό του κατακλυσμού ησαν τρώγοντες και πίνοντες, νυμφευόμενοι και νυμφεύοντες, έως τής ήμέρας καθ’ ήν ο Νώε είσήλθεν εις τήν κιβωτόν και δέν εννόησαν, εωσοϋ ήλθεν ο κατακλυσμός, και έσήκωσε πάντας· οϋτω θέλει εισθαι και ή παρουσία του Υίοϋ του άνθρώπου.” (Ματθ. 24:37-39)ΠΧ 168.1

    Καί αυτό άκριβώς συμβαίνει σήμερα. οι άνθρωποι έχουν έπιδοθεϊ σ’ ένα τέτοιο ξέφρενο κυνηγητό του πλούτου και τής φιληδονίας, σά νά μή ύπήρχε οϋτε Θεός, οϋτε παράδεισος, οϋτε αιώνια ζωή. Στήν εποχή του Νώε ή προειδοποίηση του έπερχόμενου κατακλυσμού σκοπό είχε νά αίφνιδιάσει τούς άνθρώπους πού είχαν βουτηχθεϊ στήν παρανομία και νά τούς φέρει σέ μετάνοια. ‘Έτσι και ή άγγελία τής δευτέρας παρουσίας του Χριστού στοχεύει νά άφυπνήσει τούς άνθρώπους πού έχουν άπορροφηθεΐ από τά έγκόσμια. Αποσκοπεΐ νά τούς κάνει νά συναισθανθούν τίς αιώνιες πραγματικότητες ώστε νά δώσουν προσοχή στήν πρόσκληση του δείπνου του Κυρίου.ΠΧ 168.2

    Η πρόσκληση του εύαγγελίου πρέπει νά φθάσει σ’ ολόκληρο τόν κόσμο, “πρός πάν έθνος, και φυλήν και γλώσσαν και λαόν.” (Άπ. 14:6). Τό τελευταίο σπλαχνικό προειδοποιητικό μήνυμα μέλλει νά φωτίσει ολόκληρη τή γή μέ τή δόξα του. Πρέπει νά άπευθυνθεϊ σέ όλα τά κοινωνικά στρώματα, σέ πλούσιους και φτωχούς, σέ περήφανους και ταπεινούς. “‘Έξελθε εις τάς όδούς και τούς φραγμούς,” παραγγέλλει ο Χριστός, “και άνάγκασον νά είσέλθωσι διά νά γεμισθή ο οικος Μου.”ΠΧ 168.3

    Ο κόσμος χάνεται από τήν άγνοια του εύαγγελίου. Λιμοκτονεί γιά τό λόγο του Θεού. Σπάνια κηρύσσεται ο λόγος του Θεού άμιγής από τίς παραδόσεις τών άνθρώπων. Άν και έχουν οι άνθρωποι τή Γραφή στά χέρια τους, δέν άπολαβαίνουν όμως τίς εύλογίες πού ο Θεός έχει θέσει γι’αυτούς μέσα στό βιβλίο Του. Ο Κύριος καλεϊ τούς δούλους Του νά φέρουν τήν άγγελία στόν κόσμο. Τά λόγια τής αιώνιας ζωής πρέπει νά φθάσουν στίς ψυχές πού χάνονται μέσα στήν άμαρτία.ΠΧ 168.4

    Μέ τήν εντολή νά βγοϋν εξω στους δρόμους και στά φράγματα, ο Χριστός διευκρινίζει τό εργο όλων εκείνων πού προσκαλεΐ νά υπηρετήσουν στό όνομά Του. Ο κόσμος ολόκληρος είναι ο άγρός όπου οι ύπηρέτες του Χριστού πρέπει νά έργασθούν. ‘Ολόκληρη ή άνθρώπινη οικογένεια περιλαμβάνεται στόν κύκλο τών ενεργειών τους. Επιθυμία του Κυρίου είναι όπως τά λόγια τής χάρης Του γνωστοποιηθούν σέ κάθε ψυχή.ΠΧ 169.1

    Αύτό κατά ενα μεγάλο βαθμό θά πραγματαποιηθεϊ μέ τήν προσωπική επαφή. Αύτή ήταν ή μέθοδος του Χριστού. Ένα μεγάλο μέρος τής διακονίας Του άποτελούνταν από προσωπικές συνεντεύξεις. ‘Έδινε μεγάλη σημασία στό άκροατήριο τής μιάς μοναδικής ψυχής και πολλές φορές συνέβαινε μέσο τής ψυχής εκείνης τό εύαγγέλιο νά μεταδοθεί σέ χιλιάδες άλλες.ΠΧ 169.2

    Δέν πρέπει νά περιμένομε νά έρθουν οι ψυχές σ’ εμάς. Έμείς πρέπει νά πάμε νά τίς άναζητήσομε εκεϊ όπου βρίσκονται. Τό εργο αυτό άρχίζει μόλις τελειώνει τό κήρυγμα από τόν άμβωνα. Πλήθη άνθρώπων δέ θά έχουν ποτέ τήν εύκαιρία νά άκούσουν τό εύαγγέλιο άν δέν τούς τό παρουσιάσει κανείς έκεϊ όπου βρίσκονται.ΠΧ 169.3

    Η πρόσκληση του δείπνου άπευθυνόταν πρωταρχικά στόν Ιουδαϊκό λαό, τό λαό πού προορίζονταν νά παίξει ρόλο μορφωτικό και ήγετικό άνάμεσα στούς άλλους λαούς. Αύτός ο λαός είχε στά χέρια του τίς προφητικές περγαμηνές πού έξήγγειλαν τήν παρουσία του Χριστού, και σ’ αυτόν είχε άνατεθεϊ ή συμβολική ύπηρεσία του ίερού πού σκιαγραφούσε τό εργο τής άποστολής Του. Άν ιερείς και λαός έδιναν σημασία στήν πρόσκληση, θά είχαν ένωθεΐ μέ τούς άπεσταλμένους του Χριστού γιά νά δώσουν στόν ύπόλοιπο κόσμο τήν κλήση του εύαγγελίου. Η άλήθεια τούς είχε άποσταλεϊ μέ σκοπό νά τή μεταδώσουν στούς άλλους. “Οταν άρνήθηκαν νά άνταποκριθοΰν στήν κλήση, τότε αυτή άπευθύνθηκε πρός τούς φτωχούς, τούς χωλούς, τούς σακατεμένους και τυφλούς. οι τελώνες και οι άμαρτωλοί δέχθηκαν τήν κλήση. Μέ τήν επέκταση του εύαγγελίου στόν κόσμο τών εθνικών, τό ίδιο σύστημα εφαρμόσθηκε. Τό εύαγγέλιο επρεπε πρώτα νά άπευθυνθεΐ “εις τάς όδούς,” δηλαδή σέ άτομα μέ ενεργό ρόλο στήν κοινωνία, τούς εκπαιδευτές και τούς καθοδηγητές του λαοϋ.ΠΧ 169.4

    Άς τό έχουν αυτό ύπόψη τους οι άπεσταλμένοι του Κυρίου. Η άγγελία πρέπει νά παρουσιασθεΐ σά λόγος βαρυσήμαντος στούς θρησκευτικούς ποιμένες, στούς δασκάλους τούς διορισμένους από τόν Θεό. Αυτοί πού άνήκουν στά άνώτερα κοινωνικά στρώματα πρέπει νά άναζητηθούν μέ τρυφερή αγάπη και μέ άδελφικό ενδιαφέρον. Άνθρωποι στόν επαγγελματικό τομέα, κατέχοντες θέσεις έμπιστευτικές, άνθρωποι του επιστημονικού κόσμου μέ εξοχες πνευματικές ικανότητες και διορατικότητα, άνθρωποι μεγαλοφυείς, έρμηνευτές του εύαγγελίου, τών οποίων ή προσοχή δέν εχει άκόμη στραφεί πρός τίς ιδιαίτερες άλήθειες πού άφοροϋν τήν εποχή μας—αύτοί πρέπει νά είναι οι πρώτοι πού θά άκούσουν τήν κλήση. Σ’αυτούς πρέπει αρχικά νά άπευθυνθεϊ ή πρόσκληση.ΠΧ 169.5

    Ενα ιδιαίτερο εργο πρέπει νά έπιτελεσθεϊ γιά τούς πλούσιους. Οφείλουν νά συναισθανθούν τήν εύθύνη τήν όποία φέρουν σάν θεματοφύλακες τών αγαθών πού τούς εχει έμπιστευθεϊ ο ούρανός. Πρέπει νά τούς ύπενθυμίζεται ότι είναι ύπόλογοι άπέναντι σ’ ‘Εκείνον πού μέλλει νά κρίνει ζώντες και νεκρούς. Ο πλούσιος σάς χρειάζεται νά έργασθεΐτε γιά τήν ψυχή του μέ αγάπη και μέ φόβο Θεού. Συχνά επαναπαύεται στά πλούτη του χωρίς νά άντιλαμβάνεται πόσο επικίνδυνο είναι αυτό. Η σκέψη του πρέπει νά στραφεί πρός τά πράγματα τών αιωνίων άξιών. Οφείλει νά άναγνωρίσει τήν αύθεντία τής πραγματικής άγαθότητας πού λέγει: “Έλθετε πρός Με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και Εγώ θέλω σάς άναπαύσει. Άρατε τόν ζυγόν Μου έφ’ ύμάς και μάθετε άπ’ Εμού- διότι πράος είμαι και ταπεινός τήν καρδίαν και θέλετε ευρεί άνάπαυσιν έν ταϊς ψυχαΐς ύμών. Διότι ο ζυγός Μου είναι καλός, και τό φορτίον Μου έλαφρόν.” (Ματθ. 11:28-30).ΠΧ 170.1

    Αυτοί πού έχουν περίβλεπτα άξιώματα στήν κοινωνία εξ αιτίας τής μόρφωσης, του πλούτου ή τής επιλογής τους, σπάνια έρχονται σέ προσωπική επαφή μέ κάποιον πού νά τούς έφιστήσει τήν προσοχή στίς άνάγκες τής ψυχής. Πολλοί Χριστιανοί εργάτες διστάζουν νά πλησιάσουν τίς άνώτερες αύτές τάξεις. Αλλ’ αυτό δέν είναι σωστό. Άν βλέπαμε κάποιον νά πνίγεται, δέ θά στεκόμασταν παράμερα, βλέποντάς τον νά βουλιάζει μόνο και μόνο επειδή θά ήταν δικηγόρος, έμπορος ή δικαστής. Άν άντιλαμβανόμασταν ότι κάποιος τραβάει ϊσα γιά τό χείλος του γκρεμού, δέ θά διστάζαμε νά του φωνάξομε νά γυρίσει πίσω, όποια και άν ήταν ή θέση του ή τό επάγγελμά του. Ούτε και πρέπει νά διστάζομε νά ένημερώσομε τούς άνθρώπους γιά τόν ψυχικό κίνδυνο πού διατρέχουν.ΠΧ 170.2

    Κανείς δέν πρέπει νά άγνοηθεϊ επειδή φαίνεται ότι λατρεύει τά εγκόσμια. Πολλοί στίς άνώτερες κοινωνικές θέσεις είναι άνθρωποι δυστυχισμένοι, βαριεστημένοι από τή ματαιότητα του κόσμου. Ποθοϋν νά βροϋν τήν ειρήνη πού τούς λείπει. Καί στά άνώτερα στρώματα τής κοινωνίας ύπάρχουν άτομα πού πεινούν και διψοϋν γιά τή σωτηρία. Πολλοί πρόθυμα θά δέχονταν βοήθεια άν κάποιος εργάτης του Κυρίου τούς πλησίαζε προσωπικά, μέ τρόπο εύγενικό, προερχόμενο από μιά καρδιά πού εχει άπαλυνθεί από τήν αγάπη του Χριστού.ΠΧ 170.3

    Η επιτυχία του εύαγγελιστικοϋ κηρύγματος δέν έξαρτάται από τίς εξεζητημένες διαλέξεις, τίς ρητορικές μαρτυρίες ή τά βαθειά έπιχειρηματολογήματα. Έξαρτάται από τήν άπλότητα τής άγγελίας και τήν άφομοίωσή της από τίς ψυχές πού πεινούν και διψούν γιά τό ψωμί τής ζωής. “Ti πρέπει νά κάνω γιά νά σωθώ;” αυτή είναι ή μεγάλη άνάγκη τής ψυχής.ΠΧ 171.1

    Χιλιάδες άνθρωποι μπορεί νά γίνουν προσιτοί κατά τόν πιό άπλό και άνεπιτήδευτο τρόπο. οι μεγαλύτεροι διανοούμενοι, άνδρες και γυναίκες πού ο κόσμος θεωρεί κορυφές, συχνά βρίσκουν πραγματική άνακούφιση στήν άπλότητα τών λόγων κάποιου πού άγαπάει τόν Θεό και μπορεί νά μιλάει γιά τήν αγάπη αυτή μέ τέτοια φυσικότητα όπως ο άνθρωπος του κόσμου μιλάει γιά τά πράγματα του άποκλειστικοϋ του ενδιαφέροντος.ΠΧ 171.2

    Πολλές φορές τά πιό προσεκτικά διαλεγμένα και προετοιμασμένα λόγια ελάχιστη άσκοϋν επιρροή. Αλλ’ ή πιστή, ή ειλικρινής μαρτυρία ενός γιοϋ ή μιάς κόρης του Θεού, δοσμένη μέ φυσική άπλότητα, εχει τή δύναμη νά άνοίξει τήν πόρτα τής καρδιάς πού γιά πολύν καιρό παραμένει κλειστή στόν Χριστό και στήν αγάπη Του.ΠΧ 171.3

    Άς μή ξεχνάει ο εργάτης του Χριστού ότι στήν εργασία του δέν πρέπει νά βασίζεται στή δική του δύναμη. Άς προσφεύγει στό θρόνο του Θεού, έχοντας πίστη στή δύναμή Του πρός σωτηρία. Άς άγωνίζεται μέ τόν Θεό στήν προσευχή, και τότε άς εργάζεται χρησιμοποιώντας όλα τά μέσα πού Αύτός του εχει χορηγήσει. Τό Άγιο Πνεϋμα προσφέρεται γιά νά στέψει μέ επιτυχία τίς προσπάθειές του. οι άγγελοι του ούρανοϋ παραστέκουν στό πλευρό του γιά νά επηρεάσουν τίς καρδιές τών άνθρώπων.ΠΧ 171.4

    Άν οι’ Ιεροσολυμΐτες άρχηγοί και οι δάσκαλοι είχαν δεχθεί τήν άλήθεια πού τούς παρουσίασε ο Χριστός, σέ τί σπουδαίο ιεραποστολικό κέντρο θά είχε μεταβληθεΐ ή πόλη τους! Ο αποστάτης λαός του ‘Ισραήλ θά είχε συνελθεί. Μιά ολόκληρη στρατιά θά είχε συγκεντρωθεί γιά τό εργο του Κυρίου. Καί πόσο σύντομα θά μπορούσαν νά μεταδόσουν τό ευαγγέλιο σ’ όλα τά μέρη του κόσμου. Καί σήμερα, αν άνθρωποι μέ επιρροή και μέ έξέχοντα τάλαντα γιά χρησιμότητα κερδίζονταν στόν Χριστό, τί σπουδαίο εργο θά μπορούσε νά έπιτελεσθεϊ μ’ αυτούς γιά τήν άνάνηψη των άμαρτωλών, τή μέριμνα γιά τούς άπόκληρους και τήν άπανταχού έξάπλωση τής άγγελίας τής σωτηρίας. Γρήγορα θά είχε δοθεί ή πρόσκληση και οι καλεσμένοι θά είχαν συγκεντρωθεί γιά τό μεγάλο τραπέζι του Κυρίου.ΠΧ 171.5

    Δέν πρέπει όμως νά ένδιαφερόμαστε μόνο γιά τούς μεγάλους και τούς προνομιούχους του κόσμου, παραμελώντας τίς τάζεις των φτωχών.Ο Χριστός συμβουλεύει τούς απεσταλμένους Του νά πηγαίνουν επίσης στίς πλατείες και στά φράγματα, στούς φτωχούς και ταπεινούς τής γής. Μέσα στούς αύλόγυρους και στά στενοσόκακα τών μεγαλοπόλεων, μέσα στούς ερημότοπους τών εξοχών, παντού ύπάρχουν άτομα και οικογένειες—ξένοι ίσως σέ μιά ξένη γή—πού δέν έχουν σχέσεις μέ τήν εκκλησία και πού μπορεί μέσ’ τή μοναξιά τους νά νιώθουν ότι τούς ξέχασε και ο Θεός. Δέν ξέρουν τί πρέπει νά κάνουν γιά νά σωθούν. Πολλοί είναι βουτυγμένοι στήν άμαρτία. Πολλοί βρίσκονται σέ απόγνωση. Ζούν καταπιεσμένοι από τόν πόνο, τή μιζέρια, τήν άπιστία, τήν άπελπισία. Βασανίζονται άπ’ όλων τών ειδών τίς αρρώστιες, σωματικές και πνευματικές. Ποθούν νά βρουν παρηγοριά γιά τή μιζέρια τους και ο Σατανάς τούς πειράζει νά τήν άναζητήσουν σέ κολάσιμες τέρψεις και άπολαύσεις πού οδηγούν στήν καταστροφή και στό θάνατο. Τούς προσφέρει τά μήλα τών Σοδόμων πού μόλις τά γευθούν μεταβάλλονται σέ στάχτη στό στόμα τους. Ξοδεύουν “άργύρια ούχί εις άρτον και τόν κόπον ούχί εις χορτασμόν.” (Ήσ. 55:2).ΠΧ 172.1

    Στά πρόσωπα τών δυστυχισμένων αυτών πρέπει νά άναγνωρίσομε εκείνους πού ήρθε νά σώσει ο Χριστός . Σ’αυτούς στέλλει τήν πρόσκληση: “Ώ πάντες οι διψώντες, ελθετε εις τά ύδατα και οι μή εχοντες άργύριον, ελθετε, άγοράσατε και φάγετε· ναί ελθετε άγοράσατε οίνον και γάλα άνευ άργυρίου και άνευ άντιτίμου... Άκούσατέ Μου μετά προσοχής και θέλετε φάγει άγαθά και ή ψυχή σας θέλει εύφρανθή εις τό πάχος. Κλίνατε τό ώτίον σας και ελθετε πρός Έμέ· άκούσατε και ή ψυχή σας θέλει ζήσει.” (Ήσ. 53:1-3).ΠΧ 172.2

    Ο Θεός μάς εδωσε μιά ιδιαίτερη εντολή νά φροντίζομε γιά τούς ξένους, τούς άπόκληρους, και τίς δυστυχισμένες εκείνες ψυχές πού έχουν χάσει τό ηθικό τους. Πολλοί πού φαίνονται εντελώς άδιάφοροι γιά τά πνευματικά, κατά βάθος λαχταρούν τήν ψυχική άνάπαυση και τή γαλήνη. Άν και βουτηγμένοι στό βούρκο τής άμαρτίας, ή πιθανότητα γιά τή σωτηρία τους δέ χάθηκε.ΠΧ 173.1

    Οι ύπηρέτες του Χριστού οφείλουν νά άκολουθούν τό παράδειγμά Του. Πηγαίνοντας ο Ιησούς από μέρος σέ μέρος, παρηγορούσε τούς βασανισμένους και γιάτρευε τούς άρρώστους. Καί τότε τούς παρουσίαζε τίς σχετιζόμενες μέ τή βασιλεία Του βαρυσήμαντες άλήθειες. Αύτό είναι τό εργο τών οπαδών Του. Ανακουφίζοντας τά σωματικά βάσανα, θά βρήτε τόν τρόπο νά άνταποκριθήτε στίς άνάγκες τής ψυχής. Ελκείστε τήν προσοχή στόν σταυρωμένο Σωτήρα και μιλήστε γιά τήν αγάπη του μεγάλου Γιατρού, του μόνου πού εχει τή δύναμη νά άποκαθιστάνει τά πάντα.ΠΧ 173.2

    Πέστε στούς άπελπισμένουςαυτούς δυστυχείς πού έχουν εξωκείλει, ότι δέν πρέπει νά άπογοητεύονται. Άν και έσφαλαν και διαστρέβλωσαν τόν χαρακτήρα τους, ο Θεός όμως προσφέρεται νά τούς άποκαταστήσει, νά τούς χαρίσει αυτή επιπλέον τή χαρά τής σωτηρίας τους. Τοϋ προξενεί ιδιαίτερη εύχαρίστηση νά παίρνει άχρηστο φαινομενικά ύλικό—εκείνους πού ύπήρξαν όργανα του Σατανά—και νά τούς καθιστά ύποκείμενα τής χάρης Του. Εύχαριστείται νά τούς σώζει από τήν οργή πού θά ξεσπάσει πάνω στούς άμετανόητους. Πέστε τους ότι γιά τόν καθένα ύπάρχει ψυχική γιατρειά και κάθαρση. Οτι ύπάρχει μιά θέση φυλαγμένη γι’αυτούς στό τραπέζι του Κυρίου. Καί ότι Αύτός περιμένει νά τούς καλωσορίσει εκεϊ.ΠΧ 173.3

    Οσοι εξέρχονται “εις τάς όδούς και φραγμούς” θά συναντήσουν άλλη μιά εντελώς διαφορετική κατηγορία άνθρώπων πού χρειάζονται τή βοήθειά τους. Είναι εκείνοι οι όποιοι ζοϋν σύμφωνα μέ τό φώς πού γνώρισαν και ύπηρετούν τόν Θεό όσο καλύτερα μπορούν. ‘Αναγνωρίζουν όμως ότι έχουν ενα μεγάλο εργο νά κάνουν γι’αυτούς τούς ϊδιους όπως και γιά τούς άλλους γύρω τους. Έχουν τή σφοδρή έπιθυμία νά γνωρίσουν καλύτερα τόν Θεό, άλλά μόλις και άρχίζουν νά διακρίνουν άμυδρά τήν άναλαμπή ενός ζωηρότερου φωτός. Προσεύχονται μέ δάκρυα νά τούς άποκαλύψει ο Θεός τήν ιδιαίτερη αυτή εύλογία πού μέ πίστη διακρίνουν μόνο από άπόσταση. Πολλές άπ’ αύτές τίς ψυχές πρέπει νά άναζητηθούν μέσα στήν παρανομία τών μεγαλουπόλεων. Πολλές άπ’ αυτές ζοϋν κάτω από πανάθλιες συνθήκες και γι’ αυτό περνούν άπαρατήρητες από τόν ύπόλοιπο κόσμο. Γιά πολλές άπ’ αύτές ή εκκλησία και ο ιεροκήρυκας δέν έχουν καμιά ιδέα. Αλλά και μέσα άκόμη στό ταπεινό και άξιοθρήνητο περιβάλλον τους, αυτές οι ψυχές δίνουν τήν καλή τους μαρτυρία γιά τόν Κύριο. Μπορεί τό φώς τους νά’ ναι λιγοστό και ελάχιστες εύκαιρίες νάχουν γιά μιά χριστιανική άγωγή. Καί όμως μέσ’ τή φτώχεια, τή γύμνια, τήν πείνα και τό κρύο είναι πρόθυμες νά βοηθήσουν τούς άλλους. οι “οικονόμοι τής πολυειδούς χάριτος του Θεού,” άς άναζητήσουν τίς ψυχές αύτές, άς τίς επισκεφθοϋν στά σπίτια τους και μέ τή δύναμη του Αγίου Πνεύματος άς έρθουν άρωγοί στίς άνάγκες τους. Άς μελετήσουν μαζί τους τή Γραφή και μαζί τους άς προσευχηθούν μέ τήν άπλότητα πού εμπνέει τό Πνεϋμα του Θεού. Ο Χριστός θά εφοδιάσει τούς δούλους Του μ’ ένα μήνυμα κατάλληλο πού θά έπιδράσει στήν ψυχή σάν ψωμί του ούρανοϋ. Καί ή θαυμάσια εύλογία θά μεταδίδεται από καρδιά σέ καρδιά και από οικογένεια σέ οικογένεια.ΠΧ 173.4

    Η εντολή πού άναφέρεται στήν παραβολή “άνάγκασον νά εισέλθωσι,” εχει πολλές φορές παρεξηγηθεΐ. Έχει έρμηνευθεΐ σάν νά μάς διδάσκει νά άναγκάσομε τούς άνθρώπους νά δεχθούν τό εύαγγέλιο. Αλλ’ ο εξαναγκασμός εδώ ύπονοεί μάλλον τόν κατεπείγοντα χαρακτήρα τής πρόσκλησης και τήν άποτελεσματικότητα τών χρησιμοποιημένων επιχειρημάτων. Τό εύαγγέλιο δέ μεταχειρίζεται ποτέ βία προκειμένου νά φέρει τούς άνθρώπους στόν Χριστό. Τό άγγελμά του είναι: “Ώ πάντες οι διψώντες, ελθετε εις τά ύδατα.” (Ήσ. 55:1). “Καί τό Πνεϋμα και ή νύμφη λέγουσιν, Ελθέ ... και όστις θέλει, άς λαμβάνη δωρεάν τό ύδωρ τής ζωής.” (Άποκ. 22:17). Είναι ή σφοδρότητα τής άγάπης και τής χάρης του Θεού πού μάς άναγκάζει νά ερθομε.ΠΧ 174.1

    Ο Σωτήρας λέγει: “Ιδού, ίσταμαι εις τήν θύραν και κρούω· εάν τις άκούση τής φωνής Μου, και άνοίξη τήν θύραν, θέλω είσέλθει πρός αυτόν, και θέλω δειπνήσει μετ’ αυτού και αυτός μετ’ Έμοϋ.” (Άποκ. 3:20). Οϋτε άπ’ τούς χλευασμούς αποθεϊται οϋτε άπ’ τίς φοβέρες σκιάζεται, άλλ’ άκατάπαυστα γυρεύει τίς χαμένες ψυχές, λέγοντας: “Πώς θέλω σέ έγκαταλείπει;” (Ώσ. 11:8). Παρ’ όλο πού ή αγάπη Του άποδιώχνεται από τήν πεισματωμένη καρδιά, Εκείνος ξανάρχεται και εκλιπαρεί μέ μεγαλύτερη ακόμη θέρμη: “Ιδού ίσταμαι εις τήν θύραν και κρούω.” Η άνατανίκητη δύναμη τής άγάπης Του είναι εκείνη πού άναγκάζει τίς ψυχές νά έρθουν στό δείπνο και λέγουν τότε στόν Χριστό “ή άγαθότης Σου μέ έμεγάλυνε.” (Ψαλμ. 18:35).ΠΧ 174.2

    Τήν ίδια αυτή συμπονετική αγάπη πού τρέφει ο Λυτρωτής γιά τήν άναζήτηση τών χαμένων ψυχών, θά τή μεταδώσει και στούς εργάτες Του. Δέ φθάνει νά πούμε μόνο, “Έλα.” Είναι άνθρωποι πού άκούν τήν πρόσκληση, άλλά οι αισθήσεις τους έχουν τόσο άμβλυνθεϊ, ώστε δέν καταλαβαίνουν τό νόημά της. Τά μάτια τους έχουν τόσο θαμπωθεί πού δέ διακρίνουν κανένα καλό φυλαγμένο γι’αυτούς. Πολλοί άναγνωρίζουν τήν κατάντια τους και λένε: “Εγώ δέν είμαι άξιος γιά βοήθεια. Αφήστε με μονάχο.” Αλλ’ οι εργάτες δέν πρέπει νά εγκαταλείπουν τίς προσπάθειες. Μέ τρυφερή, συμπαθητική αγάπη πρέπει νά πλησιάσουν τούς άδύναμους και άποθαρρυμένους. Δώστε τους από τό κουράγιο σας, από τήν ελπίδα σας, από τή δύναμή σας. Η καλωσύνη σας άς είναι εκείνη πού θά τούς άναγκάσει νά έρθουν. “Άλλους μέν ελεείτε, κάμνοντες διάκρισιν· άλλους δέ σώζετε μετά φόβου, άρπάζοντεςαυτούς έκ του πυρός.” (Ίούδ. 22,23).ΠΧ 175.1

    Άν οι δούλοι του Θεού βαδίζουν στό πλευρό Του έχοντας πίστη, τότε Αύτός θά προσδώσει δύναμη στό μήνυμά τους. Θά μπορέσουν νά παρουσιάσουν μέ τέτοιον τρόπο τήν αγάπη Του, καθώς και τόν κίνδυνο τής άπόρριψης τής θεϊκής χάρης, ώστε οι άνθρωποι θά άναγκασθούν νά δεχθούν τό εύαγγέλιο. Ο Χριστός θά κάνει μεγάλα θαύματα, όταν οι άνθρωποι έκτελούν τό ρόλο πού τούς εχει άναθέσει ο Θεός. Η ίδια μεταλλαγή μπορεί νά έπέλθει στήν άνθρώπινη καρδιά και σήμερα όπως και στά περασμένα χρόνια. Ο Ιωάννης Μπάνυαν λυτρώθηκε από μιά βλάσφημη και άσωτη ζωή. Ο Ιωάννης Νεύτων έπέστρεψε από τό εμπόριο τών σκλάβων στό κήρυγμα του Εσταυρωμένου. Πολλοί σύγχρονοι Μπάνυαν και Νεύτονες μποροΰν νά βρούν τή σωτηρία. Μέσω άνθρωπίνων πρακτόρων πού συνεργάζονται μέ θεϊκούς παράγοντες, πολλοί άπόκληροι τής κοινωνίας μποροΰν νά φερθούν στόν ίσιο δρόμο και μέ τή σειρά τους μετά νά ζητήσουν νά άποκαταστήσουν τήν εικόνα του Θεού και σ’ άλλους μεταξύ τών όμοιων τους. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι δέν είχαν τόν τρόπο, οι οποίοι πήραν τό στραβό δρόμο γιατί δέν ήξεραν καλύτερα και πάνω στούς όποιους θά λάμψουν οι ακτίνες του φωτός. Όπως ο λόγος του Χριστού απευθύνθηκε στό Ζακχαίο: “Σήμερον πρέπει νά μείνω εν τώ οϊκω σου” (Λουκ. 19:5), ετσι θά άπευθυνθεϊ και σ’αυτούς. Καί αύτοί πού ύποτίθονταν ότι ήταν σκληροί σάν πέτρα από τήν άμαρτία, θά άποδειχθεϊ ότι έχουν τρυφερή καρδιά σάν του μικρού παιδιού- και αυτό επειδή καταδέχθηκε ο Χριστός νά τούς προσέξει. Πολλοί θά στραφούν από τά άπεχθέστερα παραπτώματα και τίς άμαρτίες και θά πάρουν τή θέση εκείνων πού είχαν στή διάθεσή τους όλα τά προνόμια και τίς εύκαιρίες, άλλά δέν τά εκτίμησαν. Θά θεωρηθούν οι διαλεκτοί του Θεού, οι εκλεκτοί, τά πολύτιμά Του. Καί όταν ερθει ο Χριστός στή βασιλεία Του, τότε θά πάρουν τή θέση τους πλάι στό θρόνο Του.ΠΧ 175.2

    Όμως “προσέχετε μή καταφρονήσητε τόν λαλοϋντα.” (Έβρ. 12:25). Ο Χριστός είπε ότι “Ούδείς τών άνδρών εκείνων τών κεκλημένων θέλει γευθή του δείπνου Μου.” Τήν πρόσκληση τήν είχαν άπορρίψει και κανένας άπ’αυτούς δέν πρόκειτο νά ξαναπροσκληθεϊ. Άπορρίπτοντας τόν Χριστό, οι Ιουδαίοι σκλήρυναν τίς καρδιές τους και παραδόθηκαν στή δύναμη του διαβόλου. “Ωστε τούς ήταν πιά άδύνατο νά άποδεχθοϋν τή χάρη Του. Τό ίδιο γίνεται και τώρα. Αν δέν εκτιμούμε τήν αγάπη του Θεού και δέν τήν κάνομε νά κατοικεί μέσα μας γιά νά μαλακώσει και νά καθυποτάξει τήν ψυχή, εϊμαστε όλότελα χαμένοι. Μεγαλύτερη άπόδειξη τής άγάπης Του ο Θεός δέν μπορούσε νά μάς δώσει. Άν ή αγάπη του Χριστού δέν κατοθώνει νά ύποτάξει τήν καρδιά, άλλο μέσο γιά νά μάς πλησιάσει δέν ύπάρχει.ΠΧ 176.1

    Κάθε φορά πού άρνεϊσθε νά δώσετε προσοχή στό άγγελμα τής εύσπλαχνιάς του Θεού, σκληρύνεσθε περισσότερο από τήν άπιστία. Κάθε φορά πού άποφεύγετε νά άνοίξετε τήν πόρτα τής καρδιάς σας στόν Χριστό, χάνετε περισσότερο τή διάθεσή σας νά άκούσετε τή φωνή ‘Εκείνου πού σάς μιλάει. Μειώνετε τίς πιθανότητές σας νά άνταποκριθήτε στήν τελευταία έκκληση του ελέους. Μήν επιτρέψετε νά ειπωθεί και γιά σάς ο,τι ειπώθηκε γιά τόν άρχαϊο Ισραήλ: “Ο Έφραΐμ προσεκολλήθη εις τά εϊδωλα· άφήσατε αυτόν.” (Ώσ. 4:17). Μήν κάνετε τόν Χριστό νά κλάψει και γιά σάς όπως εκλαψε γιά τήν Ιερουσαλήμ λέγοντας: Ποσάκις ήθέλησα νά συνάξω τά τέκνα σου καθ’ όν τρόπον ή όρνις τά ορνίθια έαυτής ύπό τάς πτέρυγας και δέν ήθελήσατε. Ιδού, σάς άφήνεται ο οικος σας ερημος.” (Λουκ. 13:34-35).ΠΧ 176.2

    Ζοϋμε στήν εποχή άκριβώς όπου ή τελευταία άγγελία τής ευσπλαχνίας, ή τελευταία έκκληση του Θεού απευθύνεται στήν άνθρώπινη φυλή. Η προσταγή, “Έξελθε εις τάς όδούς και φραγμούς” έγγίζει τήν τελειωτική της φάση. Τήν πρόσκληση του Χριστού θά τήν άκούσει κάθε ψυχή. οι άπεσταλμένοι Του λέγουν: “Έρχεσθε· επειδή πάντα είναι ήδη έτοιμα.” οι άγγελοι του ούρανοϋ συνεργάζονται άκόμη μέ τούς άνθρώπους. Τό Αγιο Πνεύμα μετέρχεται κάθε παρακινητικό μέσο γιά νά σάς άναγκάσει νά ερθετε. Ο Χριστός άδημονώντας παρακολουθεί νά διακρίνει και τήν παραμικρή άκόμη κίνηση του σύρτη πού άμπαρώνει τήν καρδιά σας γιά νά δει άν μπορεί νά μπει. Άγγελοι άνυπομονοΰν νά μεταφέρουν στόν ούρανό τή χαρμόσυνη είδηση ότι ενας άκόμη χαμένος άμαρτωλός βρέθηκε. Καί οι στρατιές του ούρανοϋ περιμένουν ετοιμες νά φθογγίσουν τίς άρπες τους και νά ψάλλουν τόν ύμνο τής χαράς γι’ άλλη μιά ψυχή πού δέχθηκε τήν πρόσκληση του δείπνου του εύαγγελίου.ΠΧ 176.3

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents