Loading...
Larger font
Smaller font
Copy
Print
Contents
Πατριάρχες και Προφήτες - Contents
  • Results
  • Related
  • Featured
No results found for: "".
  • Weighted Relevancy
  • Content Sequence
  • Relevancy
  • Earliest First
  • Latest First
    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents

    Κεφάλαιο 65—Η Μεγαλοψυχια του Δαβιδ

    (Βασίζεται στο βιβλίο Α', Σαμουήλ, κεφ. 22:20-23, 23: - 27:)ΠΠ 661.1

    Ύστερα από τη φρικαλέα σφαγή των ιερέων του Κυρίου, «διεσώθη είς εκ των υιών του Αχιμέλεχ υιού του Αχιτώβ, ονόματι Αβιάθαρ, και έφυγε κατόπιν του Δαβίδ, διότι εθανάτωσεν ο Σαούλ τους ιερείς του Κυρίου. Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Αβιάθαρ, ήξευρον εν εκείνη τη ημέρα, καθ’ην Δωήκ ο Ιδουμαίος ήτο εκεί, ότι ήθελε βεβαίως απαγγείλει προς τον Σαούλ. Εγώ εστάθην αιτία του θανάτου πάντων των ανθρώπων του οίκου του πατρός σου. Κάθου μετ’εμού, μη φοβού, διότι ο ζητών την ζωήν μου, ζητεί και την ζωήν σου. Πλην συ θέλεις είσθαι μετ’εμού εν ασφαλεία.»ΠΠ 661.2

    Εξακολουθώντας να καταδιώκεται από το βασιλιά, ο Δαβίδ δεν έβρισκε τόπο ησυχίας, ούτε ασφάλειας. Στην Κεειλά, η γενναία ομάδα του έσωσε την πόλη από τους Φιλισταίους δεν ήταν ασφαλείς ούτε και ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν απελευθερώσει. Από την Κεειλά πήγαν στην έρημο Ζιφ.ΠΠ 661.3

    Αυτή την εποχή, όταν παρουσιάζονταν τόσο ελάχιστα λαμπρά σημεία στο δρόμο του Δαβίδ, αγαλλίασε με την αναπάντεχη επίσκεψη του Ιωνάθαν ο οποίος είχε μάθει πού βρισκόταν το κρησφύγετό του. Πολύτιμες ήταν οι στιγμές που πέρασαν οι δύο φίλοι με τη συντροφιά του ενός προς τον άλλον. Διηγήθηκαν τα διάφορα περιστατικά της ζωής τους και ο Ιωνάθαν στήριξε την καρδιά του Δαβίδ λέγοντάς του: «Μη φοβού, διότι δεν θέλει σε εύρει η χειρ Σαούλ του πατρός μου, και συ θέλεις βασιλεύσει επί τον Ισραήλ και εγώ θέλω είσθαι δεύτερός σου, και μάλιστα Σαούλ ο πατήρ μου εξεύρει τούτο.» Καθώς συζητούσαν για τη θαυμάσια στάση του Θεού προς το Δαβίδ, ο κυνηγημένος φυγάς αναθάρρεψε. «Και έκαμον αμφότεροι συνθήκην ενώπιον του Κυρίου, και εκάθητο ο Δαβίδ εντός του δάσους ο δε Ιωνάθαν ανεχώρησεν εις τον οίκον αυτού.»ΠΠ 661.4

    Μετά την επίσκεψη του Ιωνάθαν ο Δαβίδ δυνάμωσε την ψυχή του με ύμνους δοξολογίας που συνόδευε με την άρπα του ενώ έψελνε:ΠΠ 662.1

    «Επί τον Κύριον πέποιθα.
    Πώς λέγετε εις την ψυχήν μου
    Φεύγε εις το όρος σας ως πτηνόν;
    Διότι, ιδού, οι ασεβείς ενέτειναν τόξον,
    Ητοίμασαν τα βέλη αυτών επί την χορδήν,
    Διά να τοξεύσωσιν εν σκότει τους ευθείς την καρδίαν.
    Εάν τα θεμέλια καταστραφώσιν,
    Ο δίκαιος τί δύναται να κάμη;
    Ο Κύριος είναι εν τω ναώ τω αγίω Αυτού,
    Ο Κύριος εν τω ουρανώ έχει τον θρόνον Αυτού.
    Οι οφθαλμοί Αυτού βλέπουσι,
    Τα βλέφαρα Αυτού εξετάζουσι τους υιούς των ανθρώπων.
    Ο Κύριος εξετάζει τον δίκαιον,
    Τον δε ασεβή και τον αγαπώντα την αδικίαν
    Μισεί η ψυχή Αυτού.» (Ψαλμ. 11:1-5)
    ΠΠ 662.2

    Οι Ζιφαίοι στην άγρια περιοχή των οποίων είχε πάει ο Δαβίδ φεύγοντας από την Κεειλά, έστειλαν είδηση στο Σαούλ στη Γαβαά ότι ήξεραν πού κρυβόταν ο Δαβίδ και ότι θα οδηγούσαν το βασιλιά στο λημέρι του. Ο Δαβίδ όμως, ειδοποιημένος για τις προθέσεις τους άλλαξε τον τόπο και αναζήτησε καταφύγιο στα βουνά, ανάμεσα στη Μαών και στη Νεκρά θάλασσα.ΠΠ 662.3

    Καινούργια είδηση στάλθηκε στο Σαούλ: «Ιδού, ο Δαβίδ είναι εν τη ερήμω Εν-Γαδδί.» «Τότε έλαβεν ο Σαούλ τρεις χιλιάδας ανδρών εκλεκτών από παντός του Ισραήλ, και υπήγε να ζητή τον Δαβίδ και τους άνδρας αυτού επί τους βράχους των αγρίων αιγών.» Ο Δαβίδ είχε μόνο εξακόσιους άνδρες στην ομάδα του, ενώ ο Σαούλ βάδιζε εναντίον του με ένα στρατό τριών χιλιάδων ανδρών. Μέσα σε μια απόμερη σπηλιά ο γιος του Ιεσσαί και οι άνδρες του περίμεναν να τους οδηγήσει ο Θεός τι έπρεπε να κάνουν. Σκαρφαλώνοντας στα βουνά ο Σαούλ, απομακρύνθηκε και μπήκε μόνος του στην ίδια σπηλιά όπου ήταν κρυμμένοι ο Δαβίδ και η παρέα του. Βλέποντας αυτό οι άνδρες του Δαβίδ παρότρυναν τον αρχηγό τους να σκοτώσει το Σαούλ. Το γεγονός ότι ο βασιλιάς είχε περιέλθει στην εξουσία τους το ερμήνευσαν ως βέβαιη απόδειξη ότι ο ίδιος ο Θεός είχε παραδώσει τον εχθρό τους στα χέρια τους για να τον εξοντώσουν. Ο Δαβίδ ένιωσε τον πειρασμό να δεχτεί την άποψη αυτή. Η φωνή της συνείδησης όμως του μίλησε λέγοντας, «μη εγγίσεις τον κεχρισμένον του Κυρίου.»ΠΠ 662.4

    Οι άνδρες του Δαβίδ δεν ήθελαν ακόμη να αφήσουν το Σαούλ απείραχτο και υπενθύμισαν στον αρχηγό τους τα λόγια του Θεού: «Ιδού, Εγώ θέλω παραδώσει τον εχθρόν σου εις την χείρα σου, και θέλεις κάμει εις αυτόν όπως σοι φανή καλόν.» «Τότε εσηκώθη ο Δαβίδ και απέκοψε κρυφίως το κράσπεδον του επενδύματος του Σαούλ.» Η συνείδησή του όμως τον βάραινε αργότερα, ακόμη και γιατί είχε καταστρέψει το ρούχο του βασιλιά.ΠΠ 663.1

    Ο Σαούλ σηκώθηκε και βγήκε από τη σπηλιά για να συνεχίσει την έρευνά του, όταν μια φωνή έφθασε στα ξαφνιασμένα αυτιά του: «Κύριέ μου, βασιλεύ!» Γύρισε να δει ποιος του μιλούσε. Ήταν ο γιος του Ιεσσαί, ο άνθρωπος τον οποίο τόσον καιρό ήθελε να φέρει στην κυριότητά του για να τον σκοτώσει. Ο Δαβίδ υποκλίθηκε στο βασιλιά, αναγνωρίζοντάς τον ως κύριό του. Έπειτα απηύθυνε στο Σαούλ αυτά τα λόγια:ΠΠ 663.2

    «Διά τί ακούεις τους λόγους ανθρώπων λεγόντων, Ιδού, ο Δαβίδ ζητεί το κακόν σου; Ιδού, εν τη ημέρα ταύτη είδον οι οφθαλμοί σου τίνι τρόπω σε παρέδωκεν ο Κύριος εις την χείρα μου σήμερον εν τω σπηλαίω. Και είπον τινές να σε θανατώσω, πλην ο οφθαλμός μου σε εφείσθη και είπα, Δεν θέλω επιβάλει την χείρα μου κατά του κυρίου μου διότι είναι κεχρισμένος του Κυρίου. Ιδέ προσέτι, πάτερ μου, ιδέ το κράσπεδον του επενδύματός σου εν τη χειρί μου. Επειδή εκ του ότι απέκοψα το κράσπεδον του επενδύματός σου και δεν σε εθανάτωσα, γνώρισον και ιδέ ότι δεν είναι κακία ουδέ παράβασις εν τη χειρί μου, και δεν ημάρτησα εναντίον σου. Συ όμως θηρεύεις την ζωήν μου διά να αφαιρέσης αυτήν.»ΠΠ 663.3

    Όταν ο Σαούλ άκουσε τα λόγια του Δαβίδ, ταπεινώθηκε και δεν μπορούσε παρά να παραδεχθεί ότι ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Αισθάνθηκε βαθιά συγκίνηση καθώς διαπίστωσε ότι είχε βρεθεί στην εξουσία εκείνου του οποίου ζητούσε τη ζωή. Ο Δαβίδ στεκόταν μπροστά του με καθαρή συνείδηση. Με ήπιο τώρα πνεύμα ο Σαούλ φώναξε: «Η φωνή σου είναι αύτη, τέκνον μου Δαβίδ;» «Και ύψωσεν ο Σαούλ την φωνήν αυτού και έκλαυσε.» Τότε δήλωσε στο Δαβίδ: «Συ είσαι δικαιότερος εμού, διότι συ ανταπέδωκας εις εμέ καλόν, εγώ δε ανταπέδωκα εις σε κακόν ... Τίς ευρών τον εχθρόν αυτού, ήθελεν αφήσει αυτόν να υπάγη την οδόν αυτού αβλαβώς; Ο Κύριος λοιπόν να σοι ανταποδώση καλόν, δι’εκείνο το οποίον έκαμες εις εμέ σήμερον. Και τώρα, ιδού γνωρίζω ότι βεβαίως θέ- λεις βασιλεύσει, και η βασιλεία του Ισραήλ θέλει στερεωθεί εν τη χειρί σου.» Και ο Δαβίδ έκανε συνθήκη με το Σαούλ πως όταν αυτό θα συνέβαινε, θα φερόταν ευνοϊκά στην οικογένεια του Σαούλ και δε θα αφάνιζε το όνομά του.ΠΠ 663.4

    Ξέροντας τι πέρασε με την προηγούμενη διαγωγή του Σαούλ, ο Δαβίδ δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις του βασιλιά, ούτε να ελπίζει ότι οι εκδηλώσεις της μεταμέλειάς του θα διαρκούσαν πολύ. Όταν λοιπόν ο Σαούλ επέστρεψε στο σπίτι του, ο Δαβίδ έμεινε στα οχυρώματα των βουνών.ΠΠ 664.1

    Η έχθρα που τρέφουν εναντίον των δούλων του Θεού όσοι έχουν ενδώσει στη δύναμη του Σατανά, κάποτε μεταβάλλεται σε ένα αίσθημα συμφιλίωσης και εύνοιας, αλλά η αλλαγή αυτή δε φαίνεται να διαρκεί. Όταν κακοήθεις άνθρωποι καταπιάνονται με το να κάνουν και να λένε κακόβουλα πράγματα εναντίον των δούλων του Κυρίου, καμιά φορά αισθάνονται σοβαρά στην ψυχή τους ότι έσφαλαν. Το Πνεύμα του Κυρίου αγωνίζεται μέσα τους για να ταπεινώσουν τις καρδιές τους μπροστά στο Θεό και μπροστά σε αυτούς που αναζήτησαν να καταστρέψουν και αν είναι δυνατόν, να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι τους. Όταν όμως ξανανοίγουν την είσοδο στις προτάσεις του πονηρού, οι παλιές αμφιβολίες αναβιώνουν, η παλιά έχθρα αφυπνίζεται και επιστρέφουν στο ίδιο έργο για το οποίο είχαν μετανιώσει και που για ένα διάστημα είχαν εγκαταλείψει. Αρχίζουν πάλι να κακολογούν, κατηγορώντας και καταδικάζοντας με το χειρότερο τρόπο τους ίδιους που είχαν κάνει την πιο ταπεινή εξομολόγηση. Ο Σατανάς μπορεί να μεταχειριστεί τέτοιες ψυχές με πολύ μεγαλύτερη ευκολία όταν ακολουθούν αυτή την τακτική επειδή έχουν απορρίψει περισσότερο φως.ΠΠ 664.2

    «Απέθανε δε ο Σαμουήλ, και συνήχθησαν πας ο Ισραήλ, και έκλαυσαν αυτόν, και ενεταφίασαν αυτόν εν τω οίκω αυτού εν Ραμά.» Ο θάνατος του Σαμουήλ θεωρήθηκε απώλεια αναντικατάστατη για το έθνος του Ισραήλ. Ένας μεγάλος και καλός προφήτης και ένας διαπρεπής κριτής είχε υποκύψει στο θάνατο. Η λύπη, προερχόμενη από τα βάθη της καρδιάς του λαού, ήταν μεγάλη. Από μικρό παιδί και σε όλη τη ζωή ο Σαμουήλ είχε φερθεί πάντοτε τον Ισραήλ σύμφωνα με την ακεραιότητα της καρδιάς του. Παρόλο που ο Σαούλ ήταν αναγνωρισμένος βασιλιάς, ο Σαμουήλ είχε ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή από αυτόν επειδή η διαγωγή του υπήρξε δια-γωγή πίστης, υπακοής και αφοσίωσης. Διαβάζουμε ότι υπήρξε ένας ισόβιος κριτής του Ισραήλ.ΠΠ 664.3

    Καθώς οι άνθρωποι σύγκριναν τον τρόπο ενέργειας του Σαούλ με αυτόν του Σαμουήλ, κατάλαβαν τι μεγάλο λάθος είχαν κάνει θέλοντας βασιλιά για να μην είναι διαφορετικοί από τα άλλα έθνη γύρω τους. Πολλοί έβλεπαν, αναστατωμένοι, σε ποια κατάσταση είχε περιέλθει η κοινωνία, έχοντας τόσο γρήγορα εμποτισθεί με την έλλειψη θρησκείας και την ασέβεια. Το παράδειγμα του κυβερνήτη τους ασκούσε μεγάλη επιρροή και με το δίκιο τους οι Ισραηλίτες θρηνούσαν το θάνατο του Σαμουήλ, του προφήτη του Κυρίου.ΠΠ 665.1

    Το έθνος είχε χάσει τον ιδρυτή και το διευθυντή των ιερατικών σχολών του, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε χάσει εκείνον στον οποίο ο λαός ήταν συνηθισμένος να πηγαίνει στις μεγάλες σκοτούρες του, είχε χάσει εκείνον ο οποίος διαρκώς μεσολαβούσε στο Θεό για το καλύτερο συμφέρον του λαού του. Η μεσολάβηση του Σαμουήλ τους είχε δώσει ένα αίσθημα ασφάλειας, επειδή «πολύ ισχύει η δέησις του δικαίου ενθέρμως γενομένη». (Ιακ. 5:16). Τώρα ο λαός ένιωθε ότι ο Θεός τούς είχε εγκαταλείψει. Ο βασιλιάς απείχε ελάχιστα από την παραφροσύνη. Η δικαιοσύνη είχε διαστρεβλωθεί και η τάξη είχε μετατραπεί σε σύγχυση.ΠΠ 665.2

    Όταν το έθνος κατατρυχόταν από τον εσωτερικό διχασμό, όταν η ήρεμη, θεοφοβούμενη συμβουλή του Σαμουήλ φαινόταν να χρειάζεται περισσότερο, ο Θεός ανάπαυσε το γερασμένο δούλο Του. Πικρές σκέψεις βασάνιζαν το λαό καθώς κοίταζαν το βουβό ησυχαστήριό του και θυμόντουσαν την ανοησία τους να απορρίψουν από αρχηγό τους επειδή είχε τέτοιο στενό σύνδεσμο με τον Ουρανό και φαινόταν να συνέδεε ολόκληρο το Ισραήλ με το θρόνο του Κυρίου. Ο Σαμουήλ ήταν εκείνος που τους είχε μάθει να αγαπούν το Θεό και να υπακούουν σε Αυτόν. Τώρα όμως που πέθανε, ο λαός αισθανόταν ότι αφέθηκε στο έλεος ενός βασιλιά που είχε συμμαχήσει με το Σατανά και ήθελε να χωρίσει το λαό του από το Θεό και τον Ουρανό.ΠΠ 665.3

    Ο Δαβίδ δεν μπορούσε να παρευρεθεί στον ενταφιασμό του Σαμουήλ, αλλά έκλαψε τόσο πολύ και τρυφερά όπως ένας πιστός γιος θρηνεί για τον αφοσιωμένο πατέρα του. Ήξερε ότι ο θάνατος του Σαμουήλ είχε αποκόψει άλλο ένα χαλινάρι για τις πράξεις του Σαούλ και ένιωθε τώρα λιγότερο ασφαλής από ότι την εποχή που ζούσε ο προφήτης. Ενώ η προσοχή του Σαούλ ήταν στραμμένη στο πένθος για το θάνατο του Σαμουήλ, ο Δαβίδ βρήκε την ευκαιρία για να αναζητήσει ένα μέρος ασφαλέστερο και έφυγε προς την έρημο Φαράν. Στο μέρος αυτό συνέθεσε τους ψαλμούς 120 και 121. Στα απόμακρα και άγρια εκείνα μέρη, ξέροντας ότι ο προφήτης ήταν νεκρός και ο βασιλιάς ήταν εχθρός του, έψαλε:ΠΠ 665.4

    «Η βοήθειά μου έρχεται από του Κυρίου,
    Του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην.
    Δεν θέλει αφήσει να κλονισθή ο πους σου
    Ουδέ θέλει νυστάξει ο φυλάττων σε.
    Ιδού, δεν θέλει νυστάξει, ουδέ θέλει αποκοιμηθή
    Ο φυλάττων τον Ισραήλ . . .
    Ο Κύριος θέλει σε φυλάττει από παντός κακού,
    Θέλει φυλάπει την ψυχήν σου.
    Ο Κύριος θέλει φυλάπει την έξοδόν σου και την είσοδόν σου
    Από του νυν και έως του αιώνος.» (Ψαλμ. 121:2-8)
    ΠΠ 666.1

    Όταν ο Δαβίδ και οι άνδρες του ήταν στην έρημο Φαράν, προστάτευαν από τις λεηλασίες και τους επιδρομείς τα κοπάδια πλούσιου ανθρώπου, του Νάβαλ. Ο Νάβαλ είχε απέραντα κτήματα στην περιοχή εκείνη και ήταν απόγονος του Χάλεβ, αλλά στο χαρακτήρα ήταν άξεστος και τσιγκούνης.ΠΠ 666.2

    Ήταν η εποχή που κούρευαν τα πρόβατα, η εποχή της φιλοξενίας. Ο Δαβίδ και οι άνθρωποί του βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη για τρόφιμα. Σύμφωνα με τη συνήθεια εκείνου του καιρού, ο γιος του Ιεσσαί έστειλε δέκα νέους στο Νάβαλ με την εντολή να τον χαιρετήσουν από μέρους του κυρίου τους και πρόσθεσε:ΠΠ 666.3

    «Θέλετε ειπεί, Να ήσαι πολυχρόνιος! Ειρήνη εις σε, ειρήνη εις τον οίκον σου, ειρήνη εις πάντα όσα έχεις! Και τώρα ήκουσα ότι έχεις κουρευτάς. Ιδού, τους ποιμένας σου οίτινες ήσαν μεθ’ ημών, δεν εβλάψαμεν αυτούς, ουδέ εχάθη τι εις αυτούς καθ’όλον τον καιρόν καθ’όν ήσαν εν τω Καρμήλω. Ερώτησον εις τους νέους σου και θέλουσι σοι ειπεί. Ας εύρωσι λοιπόν οι νέοι ούτοι χάριν εις τους οφθαλμούς σου, διότι εις ημέραν καλήν ήλθομεν. Δος, παρακαλούμεν ό,τι έλθει εις την χείρα σου προς τους δούλους σου, και προς τον υιόν σου τον Δαβίδ.»ΠΠ 666.4

    (ΣΗΜ. Ο Κάρμηλος εδώ δεν είναι το όρος Κάρμηλος, αλλά ένα τμήμα από τις κτήσεις του Ιούδα κοντά στην ορεινή πόλη Μαών).ΠΠ 666.5

    Ο Δαβίδ και οι άνδρες του υπήρξαν προστατευτικός τοίχος για τους ποιμένες και τα ποίμνια του Νάβαλ. Τώρα ζητήθηκε από τον πλούσιο αυτόν άνθρωπο να καλύψει από την πληθώρα των αγαθών τις ανάγκες εκείνων που του είχαν προσφέρει μια τόσο πολύτιμη υπηρεσία. Ο Δαβίδ και οι δικοί του θα μπορούσαν να είχαν εξυπηρετηθεί μόνοι τους από το ποίμνιο του, αλλά δεν το έκαναν. Φέρθηκαν έντιμα. Η καλοσύνη τους όμως πήγε χαμένη για το Νάβαλ. Η απάντηση που έστειλε στο Δαβίδ, έδει- χνε το χαρακτήρα του. «Τίς είναι ο Δαβίδ; και τις ο υιός του Ιεσσαί; Πολλοί είναι σήμερον οι δούλοι, οίτινες αποσκιρτώσιν έκαστος από του κυρίου αυτού. Θέλω λάβει λοιπόν τον άρτον μου, και το ύδωρ μου, και το σφακτόν μου το οποίον έσφαξα διά τους κουρευτάς μου, και δώσει εις ανθρώπους τους οποίους δεν γνωρίζω πόθεν είναι;»ΠΠ 666.6

    Όταν οι νέοι επέστρεψαν με άδεια χέρια και ανέφεραν την υπόθεση στο Δαβίδ, τον έπιασε αγανάκτηση. Διέταξε τους άνδρες του να εξοπλιστούν για συμπλοκή, επειδή ήταν αποφασισμένος να τιμωρήσει τον άνθρωπο που του είχε αρνηθεί το δίκαιό του ενώ είχε προσθέσει ακόμη πάνω από την αδικία και την προσβολή. Η παρορμητική αυτή κίνηση ταίριαζε περισσότερο με το χαρακτήρα του Σαούλ παρά με το χαρακτήρα του Δαβίδ, αλλά ο γιος του Ιεσσαί είχε να διδαχτεί μαθήματα υπομονής στο σχολείο των βασάνων.ΠΠ 667.1

    Ένας από τους υπηρέτες του Νάβαλ έτρεξε στην Αβιγαία, γυναίκα του Νάβαλ, μετά την απόπεμψη των συντρόφων του Δαβίδ και της διηγήθηκε τα καθέκαστα. Της είπε:ΠΠ 667.2

    «Ιδού, ο Δαβίδ απέστειλε μηνυτάς εκ της ερήμου διά να χαιρετήση τον κύριον ημών, και εκείνος απεδίωξεν αυτούς. Οι άνδρες όμως εστάθησαν πολλά καλοί προς ημάς, και δεν εβλάφθημεν ουδέ εχάσαμεν ουδέν όσον καιρόν συνανεστράφημεν μετ’αυτών. Ότε ήμεθα εν τοις αγροίς ήσαν ως τείχος πέριξ ημών και νύκτα και ημέραν, καθ’όλον τον καιρόν καθ’ον ήμεθα μετ’αυτών βόσκοντες τα πρόβατα. Τώρα λοιπόν γνώρισον και ιδέ τί θέλεις κάμει συ, διότι κακόν απεφασίσθη κατά του κυρίου ημών και κατά παντός του οίκου αυτού.»ΠΠ 667.3

    Χωρίς να συμβουλευθεί τον άνδρα της ή να του φανερώσει τις προθέσεις της, η Αβιγαία ετοίμασε μια γενναία ποσότητα τροφίμων που φόρτωσε σε γαϊδουράκια και τα έστειλε με τους υπηρέτες, συνοδεύοντας η ίδια την αποστολή για να συναντήσει την ομάδα του Δαβίδ. Τους συνάντησε κάτω από μια βουνοσκεπή. «Και καθώς είδεν η Αβιγαία τον Δαβίδ, έσπευσε, και κατέβη από του όνου, και έπεσεν ενώπιον του Δαβίδ κατά πρόσωπον, και προσεκύνησεν έως εδάφους. Και προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού, και είπεν, Επ’εμέ, επ’εμέ, κύριέ μου, ας ήναι αύτη η αδικία, και ας λαλήση, παρακαλώ, η δούλη σου εις τα ώτα σου.» Η Αβιγαία προσφώνησε το Δαβίδ με τόσο σεβασμό σαν να απευθυνόταν σε εστεμμένο μονάρχη. Ο Νάβαλ είχε φωνάξει σαρκαστικά: «Τίς είναι ο Δαβίδ;» ενώ η Αβιγαία τον ονόμασε «κύριέ μου». Με καλοσυνάτα λόγια προσπάθησε να κατευνάσει τα ερεθισμένα αισθήματα και τον ικέτευσε για λογαριασμό του άνδρα της. Χωρίς επίδειξη ή περηφάνια, αλλά γεμάτη σύνεση και αγάπη για το Θεό, η Αβιγαία φανέρωσε τη δυναμικότητα της αφοσίωσής της για το σπιτικό της και έκανε το Δαβίδ να καταλάβει ότι ο άσχημος τρόπος του συζύγου της δεν ήταν με κανένα λόγο προμελετημένη, προσωπική προσβολή εναντίον του, αλλά ήταν ένα ξέσπασμα αχάριστης και εγωκεντρικής φύσης.ΠΠ 667.4

    «Τώρα λοιπόν, κύριέ μου, ζη Κύριος και ζη η ψυχή σου, ο Κύριος βεβαίως σε εκράτησεν από του να εμβής εις αίμα, και να εκδικηθής διά της χειρός σου, τώρα δε οι εχθροί σου και οι ζητούντες κακόν εις τον κύριόν μου ας ήναι ως ο Νάβαλ.»ΠΠ 668.1

    Η Αβιγαία δεν απέδωσε στον εαυτό της τη λογική σκέψη να αποτρέψει το Δαβίδ από το βιαστικό του διάβημα, αλλά έδωσε στο Θεό την τιμή και τη δόξα. Πρόσφερε τότε την πλούσια προμήθεια που έφερε σαν δώρο συμφιλίωσης στους άνδρες του Δαβίδ και εξακολούθησε να ικετεύει σαν να ήταν εκείνη η υπαίτια για την πρόκληση της οργής του αρχηγού τους και είπε:ΠΠ 668.2

    «Συγχώρησον, παρακαλώ, το αμάρτημα της δούλης σου, διότι ο Κύριος θέλει βεβαίως κάμει εις τον κύριόν μου οίκον ασφαλή, επειδή μάχεται ο κύριός μου τας μάχας του Κυρίου, και κακία δεν ευρέθη εν σοι πώποτε.»ΠΠ 668.3

    Η Αβιγαία υπέδειξε με πλάγιο τρόπο την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει ο Δαβίδ. Είχε να πολεμήσει τις μάχες του Κυρίου. Δεν έπρεπε να ζητεί εκδίκηση για προσωπικά αδικήματα, ακόμη και αν καταδιωκόταν σαν προδότης. Και συνέχισε:ΠΠ 668.4

    «Αν και εσηκώθη άνθρωπος καταδιώκων σε, και ζητών την ψυχήν σου, η ψυχή όμως του κυρίου μου θέλει είσθαι δεδεμένη εις τον δεσμόν της ζωής πλησίον Κυρίου του Θεού σου ... Και όταν κάμη ο Κύριος εις τον κύριόν μου κατά πάντα τα αγαθά τα οποία ελάλησε περί σου, και σε καταστήση κυβερνήτην επί τον Ισραήλ, δεν θέλει είσθαι τούτο σκάνδαλον εις σε, ουδέ πρόσκομμα καρδίας εις τον κύριόν μου, ή ότι έχυσας αίμα αναίτιον, ή ότι ο κύριός μου εκδίκησεν αυτός εαυτόν. Πλην όταν ο Κύριος αγαθοποιήση τον κύριόν μου, τότε ενθυμήθητι την δούλην σου.»ΠΠ 668.5

    Τα λόγια αυτά μπορούσαν να προέλθουν μόνο από τα χείλη ενός ατόμου που είχε γευτεί «την άνωθεν σοφίαν». Η ευσέβεια της Αβιγαίας, σαν το άρωμα του ανθού, εξωτερικευόταν χωρίς να το αισθάνεται στην όψη, στα λόγια και στα έργα της. Το Πνεύμα του Υιού του Θεού ενοικούσε στην καρδιά της. Η ομιλία της, αρτυμένη με χάρη, γεμάτη καλοσύνη και ηρεμία, μετέδιδε μια ουράνια επί- δραση. Ο Δαβίδ καταλήφθηκε από ανώτερη εσωτερική παρόρμηση και έτρεμε στη σκέψη των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει το εσπευσμένο εγχείρημά του. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, διότι αυτοί θέλουσιν ονομασθή υιοί Θεού.» (Ματθ. 5:9). Μακάρι να υπήρχαν πολύ περισσότερες σαν αυτή τη γυναίκα του Ισραήλ που να καταπραΰνουν τα ερεθισμένα νεύρα, να αναχαιτίζουν τις βιαστικές παρορμήσεις και να καταπνίγουν μεγάλο κακό με γαληνεμένα λόγια και ορθώς κατευθυνόμενη σοφία.ΠΠ 668.6

    Η καθιερωμένη χριστιανική ζωή σκορπίζει πάντοτε φως, παρηγοριά και ειρήνη. Χαρακτηρίζεται από αγνότητα, λεπτότητα, απλότητα και χρησιμότητα. Κυβερνάται από την ανιδιοτελή εκείνη αγάπη που αγιάζει την επιρροή. Είναι ξέχειλη από το Χριστό και αφήνει φωτεινά ίχνη παντού όπου πηγαίνει ο κάτοχος της. Η Αβιγαία με σοφία επιτιμούσε και συμβούλευε. Η έκρηξη της οργής του Δαβίδ έσβησε με τη δύναμη της επιρροής και της λογικής της. Ο Δαβίδ πείστηκε ότι ακολουθούσε εσφαλμένη πορεία και ότι είχε χάσει τον έλεγχο του πνεύματός του.ΠΠ 669.1

    Δέχτηκε με ταπεινή καρδιά τον έλεγχο, σύμφωνα με τα δικά του λόγια: «Ας με κτυπά ο δίκαιος, τούτο θέλει είσθαι έλεος. Και ας με ελέγχη, τούτο θέλει είσθαι μύρον εξαίρετον.» (Ψαλμ. 141:5). Απάντησε με ευχαριστίες και ευλογίες επειδή αυτή τον συμβούλεψε σωστά. Πολλοί είναι εκείνοι που όταν ελέγχονται, θεωρούν τον εαυτό τους αξιέπαινο, επειδή δέχονται τον έλεγχο με υπομονή. Πόσο λίγοι όμως δέχονται την κριτική με ευγνωμοσύνη στην καρδιά και ευλογούν αυτούς οι οποίοι επιζητούν να τους γλιτώσουν από του να ακολουθήσουν μια εσφαλμένη πορεία!ΠΠ 669.2

    Όταν η Αβιγαία επέστρεψε στο σπίτι της, βρήκε το Νάβαλ και τους φίλους του να απολαμβάνουν ένα μεγάλο συμπόσιο που το είχαν μετατρέψει σε άγρια οινοποσία. Το επόμενο πρωί διηγήθηκε στον άνδρα της τι είχε συμβεί κατά τη συνομιλία της με το Δαβίδ. Όταν εκείνος αντιλήφθηκε πόσο κοντά στον απρόσμενο θάνατο τον είχε φέρει η ανοησία του, προσβλήθηκε από παραλυσία. Από φόβο ότι ο Δαβίδ πιθανόν να πραγματοποιούσε ακόμη την εκδικητική του πρόθεση, κυριεύθηκε από τρόμο και έπεσε σε απελπιστικό λήθαργο. Δέκα μέρες αργότερα πέθανε. Η ζωή που του είχε χαρίσει ο Θεός, μόνο κατάρα έφερε στον κόσμο. Την ώρα που χαιρόταν και διασκέδαζε, ο Θεός είπε σε αυτόν ότι είπε και στον άφρονα πλούσιο της παραβολής: «Ταύτην την νύκτα την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου.» (Λουκά 12:20).ΠΠ 669.3

    Αργότερα ο Δαβίδ παντρεύτηκε την Αβιγαία. Ήταν ήδη ο σύζυγος μιας γυναίκας. Αλλά οι συνήθειες των εθνών της εποχής είχαν παραποιήσει την κρίση του και είχαν επηρεάσει τις πράξεις του. Ακόμη και οι μεγάλοι και καλοί άνθρωποι έχουν διαπράξει σφάλματα, ακολουθώντας τις συνήθειες του κόσμου. Οι λυπηρές συνέπειες της πολυγαμίας έγιναν επώδυνα αισθητές σε όλη την κατοπινή ζωή του Δαβίδ.ΠΠ 669.4

    Μετά το θάνατο του Σαμουήλ, ο Δαβίδ για λίγους μήνες βρήκε την ησυχία του. Κατέφυγε πάλι στον έρημο τόπο των Ζιφαίων. Αυτοί οι εχθροί όμως, ελπίζοντας να εξασφαλίσουν την εύνοια του βασιλιά, τον ειδοποίησαν για το κρησφύγετο του Δαβίδ. Αυτή η πληροφορία ξύπνησε το δαιμόνιο του πάθους που κοιμόταν στην καρδιά του Σαούλ. Κάλεσε για άλλη μια φορά τους πολεμιστές του και τους οδήγησε στην καταδίωξη του Δαβίδ. Φιλικοί κατάσκοποι όμως έφεραν την είδηση στο γιο του Ιεσσαί ότι ο Σαούλ τους κυνηγούσε πάλι.ΠΠ 670.1

    Ο Δαβίδ ξεκίνησε με μερικούς από τους άνδρες για να πληροφορηθεί το μέρος όπου βρισκόταν ο εχθρός του. Είχε νυχτώσει όταν, βαδίζοντας προσεκτικά, έφθασαν στο στρατόπεδο. Τότε, είδαν μπροστά τους την κατασκήνωση του βασιλιά και των ακολούθων του. Έμειναν απαρατήρητοι, επειδή οι κατασκηνωτές είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Ο Δαβίδ κάλεσε τους φίλους του να πάνε μαζί του στη μέση του εχθρικού καταυλισμού. Σε απάντηση της ερώτησής του, «τίς θέλει καταβή μετ’εμού προς τον Σαούλ εις το στρατόπεδον;» ο Αβισαί απάντησε πρόθυμα: «Εγώ θέλω καταβή μετά σου.»ΠΠ 670.2

    Κρυμμένοι από την πυκνή σκιά των λόφων, ο Δαβίδ και ο ακόλουθός του μπήκαν στο εχθρικό στρατόπεδο. Ενώ προσπαθούσαν να υπολογίσουν τον ακριβή αριθμό των εχθρών τους, έφθασαν στο Σαούλ που κοιμόταν με το δόρυ του μπηγμένο στη Γη, έχοντας ένα λαγήνι νερό κοντά στο κεφάλι του. Δίπλα του ήταν ο αρχιστράτηγος Αβενήρ και ολόγυρά του στρατιώτες, βυθισμένοι όλοι στον ύπνο. Ο Αβισαί ύψωσε το δόρυ του και είπε στο Δαβίδ: «Ο Θεός απέκλεισε σήμερον εις την χείρα σου τον εχθρόν σου. Τώρα λοιπόν ας πατάξω αυτόν διά του δόρατος έως της γης διά μιας, και δεν θέλω δευτερώσει επ’αυτόν.»ΠΠ 670.3

    Περίμενε να του δοθεί άδεια. Στα αυτιά του έφθασαν ψιθυριστά τα λόγια:ΠΠ 670.4

    «Μη θανατώσης αυτόν διότι, τίς επιβαλών την χείρα αυτού επί τον κεχρισμένον του Κυρίου θέλει είσθαι αθώος; . . . Ζη Κύριος, ο Κύριος θέλει πατάξει αυτόν, ή η ημέρα αυτού θέλει ελθεί και θέλει αποθάνει ή θέλει καταβή εις πόλεμον και θανατωθή. Μη γένοιτο εις εμέ να βάλω την χείρα μου επί τον κεχρι- σμένον του Κυρίου! λάβε όμως τώρα, παρακαλώ, το δόρυ το προς την κεφαλήν αυτού, και το αγγείον του ύδατος, και ας αναχωρήσωμεν.»ΠΠ 670.5

    «Έλαβε λοιπόν ο Δαβίδ το δόρυ και το αγγείον του ύδατος από πλησίον της κεφαλής του Σαούλ, και ανεχώρησαν, και ουδείς είδε, και ουδείς ενόησε, και ουδείς εξύπνησε, διότι πάντες εκοιμώντο, επειδή βαθύς ύπνος παρά Κυρίου έπεσεν επ’αυτούς.»ΠΠ 671.1

    Με τι ευκολία μπορεί ο Κύριος να εξασθενήσει τον ισχυρό, να αφαιρέσει τη σύνεση από τον πιο σοφό και να εκμηδενίσει την ικανότητα του πιο προσεκτικού!ΠΠ 671.2

    Όταν ο Δαβίδ βρέθηκε σε ασφαλή απόσταση μακριά από τον καταυλισμό, στάθηκε στην κορυφή ενός λόφου και φώναξε δυνατά στο λαό και στον Αβενήρ:ΠΠ 671.3

    «Δεν είσαι ανήρ συ; και τίς όμοιος σου μεταξύ του Ισραήλ; διά τί λοιπόν δεν φυλάττεις τον κύριόν σου τον βασιλέα; διότι εισήλθε τις εκ του λαού διά να θανατώση τον βασιλέα τον κύριόν σου. Δεν είναι καλόν το πράγμα τούτο, το οποίον έπραξας. Ζη Κύριος, σεις είσθε άξιοι θανάτου, επειδή δεν εφυλάξατε τον κύριόν σας, τον κεχρισμένον του Κυρίου. Και τώρα, ιδέτε πού είναι το δόρυ του βασιλέως, και το αγγείον του ύδατος, το προς την κεφαλήν αυτού.»ΠΠ 671.4

    «Και εγνώρισεν ο Σαούλ την φωνήν του Δαβίδ, και είπεν, Η φωνή σου είναι, τέκνον μου Δαβίδ; Και ο Δαβίδ είπεν, Η φωνή μου, κύριέ μου βασιλεύ. Και είπε, Διά τί ο κύριός μου καταδιώκει ούτως οπίσω του δούλου αυτού; διότι τί έπραξα; ή τί κακόν είναι εν τη χειρί μου; τώρα λοιπόν ας ακούση, παρακαλώ, ο κύριός μου ο βασιλεύς τους λόγους του δούλου αυτού.»ΠΠ 671.5

    Πάλι από τα χείλη του βασιλιά ακούστηκε η αναγνώριση:ΠΠ 671.6

    «Ημάρτησα. Επίστρεψον, τέκνον μου Δαβίδ, διότι δεν θέλω σε κακοποιήσει πλέον, επειδή η ψυχή μου εστάθη σήμερον πολύτιμος εις τους οφθαλμούς σου. Ιδού έπραξα αφρόνως, και επλανήθην σφόδρα.»ΠΠ 671.7

    «Και απεκρίθη ο Δαβίδ και είπεν, Ιδού το δόρυ του βασιλέως, και ας διαβή είς εκ των νέων, και ας λάβη αυτό.»ΠΠ 671.8

    Αν και ο Σαούλ είχε δώσει την υπόσχεση «δεν θέλω σε κακοποιήσει πλέον», ο Δαβίδ δεν αφέθηκε στην υπόσχεση του.ΠΠ 671.9

    Αυτό το δεύτερο περιστατικό του σεβασμού του Δαβίδ για τη ζωή του ηγεμόνα, έκανε βαθύτερη ακόμη εντύπωση στο νου του Σαούλ και απέσπασε μια ταπεινότερη ακόμη αναγνώριση του λάθους του. Είχε εκπλαγεί και δοκιμαστεί στην εκδήλωση τό- σης καλοσύνης. Ενώ χωριζόταν από το Δαβίδ, ο Σαούλ αναφώνησε: «Ευλογημένος να ήσαι, τέκνον μου Δαβίδ! βεβαίως θέλεις κατορθώσει μεγάλα, και θέλεις βεβαίως υπερισχύσει.» Ο γιος όμως του Ιεσσαί δεν ήλπιζε ότι ο βασιλιάς θα εξακολουθούσε να παραμένει για πολύ στην ψυχική αυτή κατάσταση.ΠΠ 671.10

    Ο Δαβίδ είχε απελπιστεί για μια συμφιλίωση με το Σαούλ. Φαινόταν αναπόφευκτο ότι στο τέλος θα έπεφτε θύμα της κακίας του βασιλιά και αποφάσισε πάλι να ζητήσει καταφύγιο στη γη των Φιλισταίων. Με τους εξακόσιους άνδρες που είχε στις διαταγές του, κατέφυγε στον Αγχούς, το βασιλιά της Γαθ.ΠΠ 672.1

    Χωρίς να συμβουλευθεί το Θεό, ο Δαβίδ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Σαούλ θα εκτελούσε ασφαλώς το δολοφονικό του σχέδιο. Ακόμη και όταν ο Σαούλ μηχανορραφούσε και επιδίωκε την εξόντωσή του, ο Κύριος επενέβαινε προκειμένου να εξασφαλίσει τη βασιλεία για το Δαβίδ. Ο Θεός πραγματοποιεί τα σχέδιά Του, παρόλο ότι στα ανθρώπινα μάτια αυτά καλύπτονται από μυστήριο. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τους τρόπους της ενέργειας του Θεού. Βλέποντας τα φαινόμενα, ερμηνεύουν τις δοκιμασίες, τις δυσχέρειες και τα βάσανα που ο Θεός επιτρέπει να τους βρουν σαν κάτι που είναι εναντίον τους και που θα επιφέρει μόνο την καταστροφή τους. Έτσι, ο Δαβίδ πρόσεξε στο φαινόμενο και όχι στις υποσχέσεις του Θεού. Αμφέβαλλε αν θα ανέβαινε ποτέ στο θρόνο. Οι μακρόχρονες δοκιμασίες είχαν εξασθενίσει την πίστη του και είχαν εξαντλήσει την υπομονή του.ΠΠ 672.2

    Ο Κύριος δεν έστειλε το Δαβίδ για προστασία στους Φιλισταίους, τους πιο άσπονδους εχθρούς του Ισραήλ. Αυτό το έθνος θα ήταν από τους χειρότερους εχθρούς του αλλά κατέφυγε σε αυτούς για βοήθεια τον καιρό της ανάγκης. Έχοντας χάσει όλη την εμπιστοσύνη στο Σαούλ και τους συμβούλους του, ρίχθηκε στο έλεος των εχθρών του λαού του. Ο Δαβίδ ήταν γενναίος στρατηγός και είχε διακριθεί σαν συνετός και επιτυχημένος πολεμιστής. Βάδιζε όμως κατευθείαν εναντίον του συμφέροντός του όταν πήγε στους Φιλισταίους. Ο Θεός τού είχε υποδείξει να υψώσει το λάβαρό του στη χώρα του Ιούδα. Η έλλειψη της πίστης τον έκανε να εγκαταλείψει τη θέση του καθήκοντός του, χωρίς την εντολή του Κυρίου.ΠΠ 672.3

    Ο Θεός στερήθηκε την οφειλόμενη σε Αυτόν τιμή εξαιτίας της έλλειψης πίστης από μέρους του Δαβίδ. Οι Φιλισταίοι είχαν φοβηθεί το Δαβίδ περισσότερο από το Σαούλ και τα στρατεύματά του. Με το να γίνει τώρα προστατευόμενος των Φιλισταίων, ο Δαβίδ τους αποκάλυψε την αδυναμία του λαού του, ενθαρρύνο- ντας έτσι τους αμείλικτους αυτούς εχθρούς να καταδυναστεύσουν τον λαό του Ισραήλ. Ο Δαβίδ είχε χριστεί για να ταχθεί στην υπεράσπιση του λαού του Θεού. Ο Κύριος όμως δε θα ήθελε να προσφέρουν οι υπηρέτες Του ενθάρρυνση στους ασεβείς φανερώνοντας τα αδύνατα σημεία του λαού Του ή δείχνοντας αδιαφορία για την ευημερία του.ΠΠ 672.4

    Επιπλέον, είχε δώσει στους αδελφούς του την εντύπωση ότι είχε καταφύγει στους ειδωλολάτρες για να λατρεύσει τους θεούς τους. Με την πράξη του αυτή έδωσε αφορμή να παρεξηγηθούν τα κίνητρά του και στάθηκαν με προκατάληψη απέναντι του. Ο,τι ακριβώς επιθυμούσε ο Σατανάς να κάνει ο Δαβίδ, αυτά και έκανε. Ζητώντας καταφύγιο μεταξύ των Φιλισταίων, ο Δαβίδ έγινε αφορμή να θριαμβολογούν οι εχθροί του Θεού και του λαού Του. Ο Δαβίδ δεν αρνήθηκε τη λατρεία του Θεού, ούτε σταμάτησε την αφοσίωση του για το έργο Του. Θυσίασε όμως την εμπιστοσύνη του σε Αυτόν χάρη της προσωπικής του ασφάλειας, σπιλώνοντας έτσι τον ευθύ και πιστό χαρακτήρα που ο Θεός θέλει να έχουν όσοι Τον υπηρετούν.ΠΠ 673.1

    Ο βασιλιάς των Φιλισταίων δέχθηκε το Δαβίδ με εγκαρδιότητα. Η θερμή αυτή υποδοχή οφειλόταν αφενός στο γεγονός ότι ο βασιλιάς τον θαύμαζε και αφετέρου επειδή κολάκευε τη ματαιοδοξία του ότι ένας Εβραίος ζητούσε την προστασία του. Ο Δαβίδ ένιωθε ασφαλής ότι δε θα προδιδόταν βρισκόμενος στην επικράτεια του Αγχούς. Έφερε την οικογένειά του, το νοικοκυριό του και τα υπάρχοντά του. Το ίδιο έκαναν και οι άνδρες του. Κατά τα φαινόμενα, είχε έρθει για να εγκατασταθεί μόνιμα στη χώρα τους. Όλα αυτά ήταν ευχάριστα για τον Αγχούς που υποσχέθηκε να προστατεύσει τους φυγάδες Ισραηλίτες.ΠΠ 673.2

    Στο αίτημα του Δαβίδ να του παραχωρηθεί τόπος κατοικίας στη χώρα μακριά από τη βασιλική μητρόπολη, ο βασιλιάς ευχαρίστως παραχώρησε στην κατοχή τους τη Σικλάγ. Ο Δαβίδ αναγνώριζε ότι θα ήταν επικίνδυνο και για αυτόν και για τους άνδρες του να ζουν υπό την επιρροή των ειδωλολατρών. Σε μια κωμόπολη εντελώς ξεχωριστή για αυτούς, θα μπορούσαν να λατρεύουν το Θεό με μεγαλύτερη ελευθερία παρά αν έμεναν στη Γαθ, όπου οι ειδωλολατρικές συνήθειες μπορούσαν να γίνουν μόνο πηγή κακού και ενόχλησης.ΠΠ 673.3

    Ενώ έμενε στη απομονωμένη πόλη, ο Δαβίδ έκανε πόλεμο με τους Γεσουρίτες, τους Γεζραίους και τους Αμαληκίτες. Όταν επέστρεφε από τη μάχη, άφηνε τον Αγχούς να υποθέτει ότι είχε πολεμήσει εναντίον των συμπατριωτών του, των Ιουδαίων. Με αυτή τη συγκάλυψη έγινε το όργανο της ισχυροποίησης των χεριών των Φιλισταίων. Ο βασιλιάς συμπέραινε ότι «αυτός έκαμεν εαυτόν διόλου μισητόν εις τον λαόν αυτού τον Ισραήλ, διά τούτο θέλει είσθαι δούλος εις εμέ πάντοτε.» Ο Δαβίδ ήξερε ότι το θέλημα του Θεού ήταν να καταστραφούν οι ειδωλολατρικές φυλές και ήξερε ακόμη ότι ήταν ταγμένος για να κάνει αυτή τη δουλειά. Δε βάδιζε όμως σύμφωνα με την πρόθεση του Θεού, επειδή μεταχειριζόταν την εξαπάτηση.ΠΠ 673.4

    «Κατ’εκείνας δε τας ημέρας συνήθροισαν οι Φιλισταίοι τα στρατεύματα αυτών προς εκστρατείαν, διά να πολεμήσωσι μετά του Ισραήλ. Και είπεν ο Αγχούς προς τον Δαβίδ, Έξευρε μετά βεβαιότητος ότι θέλεις εξέλθει μετ’εμού, εις τον πόλεμον, συ και οι άνδρες σου.» Ο Δαβίδ δεν είχε πρόθεση να σηκώσει το χέρι του εναντίον του λαού του και δεν ήξερε ποια πορεία έπρεπε να ακολουθήσει μέχρι που οι περιστάσεις θα υπεδείκνυαν το καθήκον του. Απάντησε στο βασιλιά με μια αοριστολογία: «Θέλεις βεβαίως γνωρίσει τί θέλει κάμει ο δούλος σου.» Ο Αγχούς εξέλαβε τα λόγια αυτά σαν υπόσχεση για βοήθεια στον επικείμενο πόλεμο και έδωσε το λόγο του να απονείμει μεγάλες τιμές στο Δαβίδ και να του χορηγήσει πε-ρίοπτη θέση στη βασιλική αυλή των Φιλισταίων.ΠΠ 674.1

    Παρόλο που η πίστη του Δαβίδ στις υποσχέσεις του Θεού είχε κάπως κλονιστεί, θυμόταν πάντοτε ότι ο Σαμουήλ τον είχε χρίσει βασιλιά του Ισραήλ. Έφερνε στη μνήμη του τις νίκες που ο Θεός τού είχε δώσει στο παρελθόν. Αναλογιζόταν τη μεγάλη ευσπλαχνία του Θεού που τον διαφύλαξε από το χέρι του Σαούλ και αποφάσισε να μη προδώσει μια ιερή παρακαταθήκη. Αν και ο βασιλιάς του Ισραήλ είχε ζητήσει τη ζωή του, αυτός δεν θα ένωνε τις δυνάμεις του με τους εχθρούς του λαού του.ΠΠ 674.2

    Larger font
    Smaller font
    Copy
    Print
    Contents